Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ: Το μεγάλο πρόβλημα της απασχόλησης, οι διάφορες μορφές «έλλειψης» της, οι θεωρητικές ερμηνείες της ανεργίας, τα οικονομικά αποτελέσματα, καθώς επίσης οι καταστροφικές συνέπειες της για τη φυσική και την ψυχική υγεία του ανθρώπου


Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Η.Π.Α. είχαν τη δυνατότητα να χρεώνονται όλο και περισσότερο, χωρίς να «τιμωρούνται» καθόλου από τις αγορές - αφού το ισχυρό νόμισμα τους προσέλκυε «δανειστές» από ολόκληρο τον πλανήτη. Το ακριβό δολάριο έκανε πιο φθηνές τις τιμές των εισαγομένων προϊόντων από την Ασία, περιορίζοντας τον πληθωρισμό - ταυτόχρονα όμως λειτουργούσε αρνητικά στις εξαγωγές αμερικανικών αγαθών. Έτσι, ακόμη και το 2008, οι Η.Π.Α. εισήγαγαν πολύ περισσότερα εμπορεύματα, από αυτά που εξήγαγαν - με αποτέλεσμα να «αναρριχηθεί» το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τους στο τεράστιο αρνητικό ύψος των -700 δις $.


Φυσικά, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, «υπέφερε» ο παραγωγικός τομέας, με εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις για το σύνολο της Οικονομίας της χώρας –ιδιαίτερα για την απασχόληση. Από την αρχή της δεκαετίας του ’80 χανόταν ετήσια περί τις 250.000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, ενώ σήμερα μόλις το 8% των αμερικανών εργάζονται σε κάποιο εργοστάσιο. Το μερίδιο της παραγωγής στο ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κάτω από το 12%, με όλο και περισσότερους εργαζομένους να απασχολούνται στο χρηματοπιστωτικό τομέα - διαχειριζόμενοι τις συνεχώς αυξανόμενες «ροές» των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Μόλις το 1998, τα κέρδη από το βιομηχανικό κλάδο συμμετείχαν στο σύνολο της Οικονομίας με 25% - αντίστοιχα με 25% συμμετείχαν και τα κέρδη από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Πέντε χρόνια αργότερα, η εικόνα άλλαξε εντελώς: ο χρηματοπιστωτικός τομέας αύξησε την κερδοφορία του στο 43% του ΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός τομέας «συρρικνώθηκε» κάτω από το 10% του ΑΕΠ.

Ο τότε πρόεδρος της Fed λοιπόν, ο κ. A. Greenspan, διαπιστώνοντας (2002) πως, παρά το ότι η «κρίση του διαδικτύου» (2000) είχε καταπολεμηθεί με σχετική επιτυχία, η ανεργία «επέμενε», διατήρησε χαμηλά τα βασικά επιτόκια - ενάντια στη θεωρία που απαιτεί την αύξηση τους, όταν αναθερμανθεί η Οικονομία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η κρίση που βιώνουμε σήμερα, όπου τα χαμηλά επιτόκια όχι μόνο δεν επέδρασαν θετικά στην αγορά εργασίας, αλλά «κατέστρεψαν» πολλά εκατομμύρια υφιστάμενες θέσεις απασχόλησης, «απογειώνοντας» στην κυριολεξία την ανεργία στη χώρα.

Το «τέχνασμα» λοιπόν, με το οποίο θεώρησαν οι Η.Π.Α. ότι έλυσαν «κομψά» το πρόβλημα, προσφέροντας «φθηνά» δάνεια όχι μόνο σε ελεύθερους επαγγελματίες ή σε δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και σε εισοδηματικές τάξεις, οι οποίες δεν κέρδιζαν αρκετά χρήματα από την εργασία τους (καθαρίστριες, ανειδίκευτους εργάτες κλπ), για να αγοράσουν σπίτια ή αυτοκίνητα, ενισχύοντας την εσωτερική κατανάλωση και καταπολεμώντας το πρόβλημα της μειωμένης ζήτησης (το οποίο προήλθε από την συγκέντρωση κεφαλαίων σε λίγους, με κορεσμένες ανάγκες – ο αριθμός των υπερβολικά πλουσίων, των «ultra high net worth individuals», διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1997-2007), δεν επέδωσε τα αναμενόμενα.

Κάποια στιγμή αποδείχθηκε ότι οι νέοι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν ούτε τους τόκους των δανείων τους, οπότε κατέρρευσε η «υπερβολή» (έσπασε η φούσκα), αναγκάζοντας το κράτος να επενδύσει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανών φορολογουμένων, για να μην χρεοκοπήσουν οι τράπεζες - οι οποίες όμως, στη συνέχεια, όχι μόνο δεν διέθεσαν τα χρήματα που έλαβαν στην πραγματική αγορά, αλλά ούτε καν άλλαξαν τις συνήθειες τους, επενδύοντας επαυξημένα στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές.           

Σήμερα οι αμερικανοί, κατανοώντας τα τεράστια σφάλματα του παρελθόντος, τα οποία προκάλεσαν την «εξαγωγή θέσεων εργασίας» στις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ), με τη βοήθεια της τεχνολογίας και του διαδικτύου, είναι αντιμέτωποι με πολλαπλά προβλήματα. Ειδικά το διαδίκτυο δεν αύξησε τελικά την παραγωγικότητα, όπως αναμενόταν, αλλά μάλλον την καταναλωτική συμπεριφορά - ενώ λειτούργησε «προσθετικά» στην αλόγιστη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής σε άλλες χώρες.

Για παράδειγμα, ένα αδύναμο δολάριο θα μπορούσε μεν να αυξήσει τις εξαγωγές αμερικανικών προϊόντων, επιβοηθώντας τις βιομηχανικές επενδύσεις στο εσωτερικό, ταυτόχρονα όμως θα αύξανε τις τιμές των εισαγομένων, αφενός δημιουργώντας μεγάλο πληθωρισμό, αφετέρου μη εξασφαλίζοντας άμεσα θέσεις εργασίας - αφού οι επενδύσεις απαιτούν χρόνο και «ανάκτηση» της χαμένης ανταγωνιστικότητας, η οποία δεν είναι καθόλου απλή διαδικασία.

Το αδύναμο όμως δολάριο θα είχε και άλλες παρενέργειες, όπως για παράδειγμα τον κίνδυνο απώλειας της θέσης του σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και την αύξηση του κόστους της ενέργειας, η οποία είναι απαραίτητη για τη βιομηχανική παραγωγή. Έτσι αιτιολογείται η ξαφνική στροφή προς την «πράσινη ενέργεια» – προφανώς δεν οφείλεται σε περιβαλλοντικές «ευαισθησίες», αλλά στην προσπάθεια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ταυτόχρονα με την ανάγκη απεξάρτησης της χώρας από τις «συμβατικές» μορφές ενέργειας.

Από την άλλη πλευρά, τόσο η Κίνα (κυρίως), όσο και οι υπόλοιποι «ανταγωνιστές» των Η.Π.Α., δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εισάγουν αμερικανικά προϊόντα, θυσιάζοντας παραγωγικές θέσεις εργασίας. Έχοντας πλέον διδαχθεί από την κρίση, διαπίστωσαν προφανώς το τεράστιο ειδικό βάρος της εργασίας και τα μεγάλα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει στην Οικονομία – αν όχι στην κοινωνική ζωή γενικότερα. Κατάλαβαν ότι είναι προτιμότερο να παράγει κανείς αυτά που καταναλώνει, ακόμη και αν κάποιες φορές δεν το επιτυγχάνει με χαμηλότερο ή ίσο κόστος άλλων χωρών, αφού σε τελική ανάλυση το κόστος της ανεργίας υπερβαίνει την ωφέλεια από τις χαμηλές τιμές των εισαγομένων προϊόντων.

Έχοντας λοιπόν την ίδια άποψη όσον αφορά τη σπουδαιότητα, το «ειδικό βάρος» καλύτερα της απασχόλησης στην οικονομική και κοινωνική ζωή, κρίνουμε σκόπιμο να αναλύσουμε γενικότερα το πρόβλημα της ανεργίας - τις διάφορες μορφές της, τις θεωρητικές ερμηνείες της, τα οικονομικά αποτελέσματα της, καθώς επίσης τις επιδράσεις της στον άνθρωπο.

ΕΙΔΗ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Θεωρώντας ότι, ο βασικός υπαίτιος της ανεργίας είναι η υπερβολική συγκέντρωση κεφαλαίων σε λίγους, η οποία «εκτρέφει» κυρίως το χρηματοπιστωτικό κλάδο, εις βάρος όλων των υπολοίπων, διακρίνουμε τις παρακάτω «μορφές» της, οι οποίες μπορούν να εμφανισθούν σε ένα κράτος είτε μεμονωμένα, είτε συνδυαστικά: 

(α)  Ανεργία «τριβής»: Δημιουργείται λόγω της μετάβασης από μία θέση εργασίας σε κάποια άλλη, είναι μικρής διάρκειας, ενώ δεν μπορεί να αποφευχθεί ακόμη και σε εποχές πλήρους απασχόλησης - «θεραπεύεται» από τη βελτίωση της οργάνωσης ή της πρόβλεψης.

(β)  Εποχιακή ανεργία:  Οφείλεται στις επιδράσεις του κλίματος κατά τη διάρκεια του έτους (εμφανίζεται, για παράδειγμα, στη γεωργία ή στον τουρισμό), καθώς επίσης στις λοιπές αυξομειώσεις της ζήτησης – καταπολεμάται επίσης με τη βοήθεια της οργάνωσης, αλλά και της τεχνολογίας (χειμερινός τουρισμός, θερμοκήπια κλπ).

(γ)  Αναπτυξιακή ανεργία: Οφείλεται στην «παρενέργειες» των συνήθων ανοδικών και καθοδικών οικονομικών κύκλων, ενώ ακολουθεί τις «εναλλαγές» στη  ζήτηση και στην προσφορά. Για παράδειγμα, σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης οι εταιρείες προσλαμβάνουν νέο προσωπικό, ενώ το απολύουν κατά τη διάρκεια υφέσεων – η ευελιξία στο χρόνο εργασίας και η κρατική επιδότηση της μειωμένης απασχόλησης, αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το πρόβλημα. 

(δ)  Δομική ανεργία: Είναι το δυσμενές αποτέλεσμα δομικών (διαρθρωτικών) κρίσεων μεγάλης διάρκειας, οι οποίες επιδρούν άμεσα στην αγορά εργασίας. Το είδος αυτό της ανεργίας έχει πολλά «παράγωγα», μεταξύ των οποίων τα εξής:

1.  Τη δομική ανεργία, η οποία οφείλεται στο ότι, οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας απαιτούν διαφορετικές ικανότητες/δεξιότητες, από αυτές που διαθέτουν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι εργαζόμενοι – αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη επανεκπαίδευση τους.     

2.  Τη δομική ανεργία που προέρχεται από την αντικατάσταση θέσεων εργασίας από τις μηχανές – από την ανάπτυξη της τεχνολογίας καλύτερα και από τον «αυτοματισμό», ο οποίος αυξάνει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Το είδος αυτό της ανεργίας μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με μία συνεχή οικονομική ανάπτυξη, ελάχιστου ύψους 1,5% επί του ετησίου πραγματικού ΑΕΠ. Επομένως, όταν η ανάπτυξη είναι αρνητική, όπως συμβαίνει σήμερα, καταστρέφονται χιλιάδες θέσεις εργασίας, «ανατροφοδοτώντας» το ευρύτερο πρόβλημα της Οικονομίας.

3.  Τη «θεσμική» δομική ανεργία: Οφείλεται στην εργατική νομοθεσία όταν, για παράδειγμα, οι μηνιαίες πληρωμές από τα ταμεία ανεργίας είναι αρκετά υψηλές, λειτουργώντας «απαγορευτικά» - αποτελώντας αντικίνητρο καλύτερα στην αναζήτηση μίας λιγότερο αποδοτικής θέσης εργασίας (χαμηλότερο ημερομίσθιο, μικρότερες παροχές κλπ). Η λύση εδώ είναι προφανώς η αλλαγή της νομοθεσίας.   

(ε)  Κρυφή ανεργία:  Η συγκεκριμένη μορφή ανεργίας έχει αρκετά «παράγωγα» (για παράδειγμα, αυτούς που δεν δηλώνονται άνεργοι στα ταμεία, όσους εκπαιδεύονται για την ανάληψη άλλου είδους εργασίας κλπ), με κυριότερο όμως την υποαπασχόληση αυτών που διαθέτουν θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, όταν ο παραγωγικός χρόνος αποτελεί μόνο ένα μέρος του καθημερινού ωραρίου, με τον υπόλοιπο να διατίθεται σε άλλους σκοπούς (σκόπιμη χρονική καθυστέρηση στην εκπλήρωση των εργασιών, μεγάλα διαλλείματα κλπ).

Το είδος αυτό της ανεργίας είναι όχι μόνο «ύπουλο», αφού «κρύβει» ένα υπάρχων πρόβλημα, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο, τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την Οικονομία εν γένει. Η μέτρηση της κρυφής ανεργίας βασίζεται στη σύγκριση των παραγομένων ποσοτήτων προϊόντων ή υπηρεσιών, μεταξύ περισσοτέρων του ενός «εργασιακών σημείων». Για παράδειγμα και σε επίπεδο χωρών, θα αναφέρουμε μέρος ενός άρθρου μας (ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ: Η τεράστια κρυφή ανεργία, ενσωματωμένη στο κόστος εργασίας της χώρας μας, οφείλει να καταπολεμηθεί άμεσα, εάν θέλουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα  3/12/2009 ), από το οποίο φαίνεται το ύψος της κρυφής ανεργίας στη χώρα μας:

Όπως διαπιστώνουμε από τον ανωτέρω πίνακα, εάν αυξάναμε την παραγωγικότητα του «εργατικού μας δυναμικού», έστω στα επίπεδα της Ολλανδίας, το ΑΕΠ μας σχεδόν θα διπλασιαζόταν - με αποτέλεσμα να λυνόταν ως δια μαγείας όλοι οι υπόλοιποι προβληματισμοί μας.

Αντίστροφα, εάν «μειώναμε» το εργατικό μας δυναμικό, «εξισώνοντας» το με αυτό της Ολλανδίας (διαιρώντας το ΑΕΠ μας με την παραγωγικότητα της Ολλανδίας  - 237,9 δις διά 85.947), τότε θα καταλήγαμε σε περίπου 2,77 εκ. εργαζομένους. Τόσοι Ολλανδοί εργαζόμενοι δηλαδή θα χρειάζονταν για να παράγουν το δικό μας ΑΕΠ οπότε, ο υπερβάλλων αριθμός (4,94 μείον 2,77), τα 2,17 εκ. δηλαδή, αντικατοπτρίζουν ουσιαστικά τον απόλυτο αριθμό της «κρυφής ανεργίας» στη χώρα μας - με «όρους Ολλανδίας».

Το ύψος της ανεργίας αυτής (επί των εργαζομένων και όχι επί του συνολικού πληθυσμού), είναι ποσοστιαία 43,9% - υποθέτοντας ότι η «φυσιολογική» ανεργία, την οποία δεν συμπεριλαμβάνουμε στη μέτρηση μας, είναι η ίδια και στις δύο χώρες (αν και στην Ολλανδία το 2007 ήταν 4,5%, ενώ στην Ελλάδα 8,4%).

Τέλος, εάν υποθέσουμε πως ο μέσος μισθός ενός Ολλανδού εργαζόμενου είναι 1000 €, ενώ ενός Έλληνα έστω 800 €, θα διαπιστώσουμε ότι, το εργατικό «κόστος» για μία ελληνική επιχείρηση είναι, παρ’ όλα αυτά, πολύ υψηλότερο, αφού έχει «ενσωματωμένη ανεργία» (υποαπασχόληση) ύψους 43,9%. Δηλαδή, τα 800 € είναι ουσιαστικά 1.151 € για τον Έλληνα επιχειρηματία (800 Χ 1,439) – οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί και όχι απόλυτοι, ενώ επιφυλασσόμαστε για τυχόν αριθμητικά λάθη.
     
Ολοκληρώνοντας οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, οι στατιστικές που αφορούν την ανεργία σε διάφορες χώρες, δεν είναι μεταξύ τους συγκρίσιμες - αφού η κάθε μία από αυτές έχει διαφορετικά κριτήρια «εγγραφής ανέργων». Για παράδειγμα, εάν στην Ολλανδία εργάζεται κάποιος έστω και μία ώρα την εβδομάδα, δεν θεωρείται άνεργος «στατιστικά», ενώ σε άλλες χώρες απαιτούνται τουλάχιστον 15 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, για τον «αποχαρακτηρισμό» του ως ανέργου. Πάντως, σύμφωνα με επίσημες έρευνες, τα άτομα με μειωμένες δεξιότητες (απολυτήριο Γυμνασίου κλπ) έχουν 2,5 φορές μεγαλύτερο ρίσκο να καταστούν άνεργοι, από τα περισσότερο εκπαιδευμένα – στους νέους το ρίσκο είναι 3 φορές μεγαλύτερο.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Ουσιαστικά υφίστανται τέσσερις ερμηνείες της ανεργίας, μέσα από τις οποίες επιδιώκεται ταυτόχρονα, ενεργητικά ή παθητικά, η καταπολέμηση της. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε μόνο με τις δύο από αυτές, αφήνοντας τις υπόλοιπες (μαρξιστική και ολοκληρωτική) για το μέλλον.

1. Η νεοκλασική θεωρεία

Σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει στην ελεύθερη οικονομία «ακούσια» ανεργία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επομένως, η ύπαρξη πραγματικής ανεργίας οφείλεται στους εκάστοτε κρατικούς περιορισμούς (συλλογικές συμβάσεις, ταμεία ανεργίας κλπ), οι οποίοι αυξάνουν  το κόστος εργασίας, «διαστρεβλώνουν» τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς και μειώνουν τη ζήτηση εργατικού δυναμικού.

Επειδή η ανεργία, όσον αφορά τη συνολική αντιμετώπιση της Οικονομίας, «απεικονίζει» μία ανισορροπία της αγοράς, μπορεί να αντιμετωπισθεί (πάντοτε σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρεία) μόνο με τη μείωση του κόστους εργασίας (μισθών, κρατήσεων, επιδομάτων κλπ) ή με τη μείωση της προσφοράς εργατικού δυναμικού (περιορισμός του αριθμού των εργαζομένων). Εάν συγκρίνει κανείς μελλοντικά σενάρια, τότε η μείωση των μισθών κατά 1% έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης μεταξύ 0,5% και 2%, ανάλογα με την «ελαστικότητα» της ζήτησης εργασίας. Για τη Γερμανία, η μείωση των μισθών κατά 1% αυξάνει την απασχόληση κατά 0,96 φορές (στον κλάδο της επεξεργασίας) για τη Μ. Βρετανία κατά 1,85 και στις Η.Π.Α. (στο βιομηχανικό κλάδο) κατά 1,92 φορές.

Έτσι το πραγματικό κόστος (σε αγοραστική αξία δηλαδή ανά ώρα) εργασίας στις Η.Π.Α., στο βιομηχανικό κλάδο, αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1982 και 2002 κατά μόλις 4%, ενώ στην Ολλανδία κατά 20% και στη (δυτική) Γερμανία κατά 38%. Αντίστοιχα αυξήθηκε και ο «παρεχόμενος» χρόνος εργασίας στο ίδιο χρονικό διάστημα, στις Η.Π.Α. κατά 36%, στην Ολλανδία κατά 24% και στη Γερμανία παρέμεινε σταθερός (χωρίς όμως να υπολογίζεται η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στις Η.Π.Α. και η πολύ περιορισμένη στη Γερμανία). Μέχρι εκείνο το σημείο λοιπόν (2002) οι Η.Π.Α. αύξαναν συνεχώς την ανταγωνιστικότητα τους, σε σύγκριση με την Ευρώπη (όχι όμως και με την Κίνα) - γεγονός που τότε προβλημάτισε αρκετά τις ισχυρές χώρες της ΕΕ. 

Έτσι, η Γερμανία αποφάσισε τη «συγκράτηση» των μισθών των εργαζομένων της -  κάτι που, σε συνάρτηση με την αύξηση της παραγωγικότητας τους, είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών αμοιβών στη βιομηχανία της χώρας κατά 14% από το χρόνο εισόδου της στην Ευρωζώνη. Αντίθετα στην Ελλάδα, η οποία εισήχθη στο χώρο του Ευρώ δυο χρόνια αργότερα, οι βιομηχανικοί μισθοί παρέμειναν στάσιμοι (μηδενική αύξηση), στην Πορτογαλία αυξήθηκαν κατά 5%, στην Ισπανία κατά 28% και στην Ιταλία κατά 46%.

Οι διαφορές αυτές «συνηγορούν» στη θέση ότι, τα προβλήματα της Ελλάδας επικεντρώνονται στο δημόσιο και στους μισθούς των ΔΥ, οι οποίοι σχεδόν τριπλασιάστηκαν – αφού στον ιδιωτικό τομέα οι μισθοί παρέμειναν σταθεροί, μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά φυσικά, με βάση την έκφραση «το μη χείρον βέλτιστο», τα χρήματα δεν συσσωρεύτηκαν στους ήδη υπερβολικά πλούσιους, αλλά στα νοικοκυριά των ΔΥ, τα οποία καταναλώνοντας τα για να καλύψουν τις ανάγκες τους, ενίσχυσαν ουσιαστικά την Οικονομία της χώρας (εξ αυτού και μέρος της υψηλής ανάπτυξης της Ελλάδας τα τελευταία έτη).

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή, όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται για μειώσεις μισθών στην Ελλάδα (οι οποίες, παρά το ότι είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν πρέπει να είναι απότομες  – πολύ περισσότερο σε περιόδους ύφεσης), στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Keynes, «Το πραγματικό επίπεδο προϊόντος και απασχόλησης εξαρτάται όχι από την ικανότητα για παραγωγή ή από το προϋπάρχων επίπεδο εισοδημάτων, αλλά από τις τρέχουσες αποφάσεις για παραγωγή, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από τις τρέχουσες αποφάσεις για επένδυση και από τις παρούσες προσδοκίες της τρέχουσας και μελλοντικής κατανάλωσης».

Για παράδειγμα, μπορεί να έχει κανείς σήμερα τη δυνατότητα να καταναλώσει ή να επενδύσει, χωρίς τελικά να το επιχειρεί, επειδή οι προσδοκίες του για το μέλλον (μείωση αμοιβών, ανεργία, χρεοκοπίες) είναι εντελώς απαισιόδοξες. Επομένως, όταν επικρατούν οι αρνητικές ειδήσεις σε σχέση με τις μελλοντικές προοπτικές της οποιασδήποτε Οικονομίας, οι καταναλωτές, οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές επιδεινώνουν το πρόβλημα, το οποίο τότε εξελίσσεται σε μία «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» (συμβαίνει δηλαδή, επειδή πιστεύουμε ότι θα συμβεί).

Ο μισθολογικός, αθέμιτος ανταγωνισμός της Γερμανίας (ο οποίος όμως ίσως συμβάλλει τελικά και στη δική της «αποβιομηχανοποίηση», κατά το «παράδειγμα» των Η.Π.Α.), είναι απόλυτα υπεύθυνος για την υπερχρέωση του Νότου (έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την υπερβολική συγκέντρωση πλούτου σε λίγους και την αναγκαιότητα δανεισμού των υπολοίπων), ενώ είναι μάλλον εγκληματικός για το μέλλον της Ευρώπης (άρθρο μας: ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ: Η Γερμανία είναι μέρος του προβλήματος της Ελλάδας, ενώ θα είναι η κύρια υπεύθυνη στην περίπτωση που τυχόν καταρρεύσει, κάτω από την πίεση της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό νόμισμα  16/1/2010 ).       

Περαιτέρω, κατά την κλασική και νεοκλασική θεωρία, το αόρατο χέρι της αγοράς του A.Smith, ο αυτόματος μηχανισμός δηλαδή που καθορίζει τις τιμές, έχει ανάλογη εφαρμογή και στην αγορά εργασίας. Εάν δηλαδή εμφανίζεται υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού, τότε οι μισθοί μειώνονται συνεχώς, μέχρι το «οριακό» εκείνο σημείο που θα αυξηθεί η ζήτηση – που θα ισορροπήσουν οι δύο  «μεταβλητές». Η ισορροπία αυτή βέβαια «απαιτεί» πολλές φορές την εκούσια «μετανάστευση» του εργατικού δυναμικού, από τις περιοχές της χαμηλής, προς τις περιοχές της υψηλής ζήτησης.

Κάτι τέτοιο όμως είναι μεν εφικτό εντός του ίδιου κράτους (από περιοχή σε περιοχή), πολύ πιο δύσκολο εντός μίας διακρατικής ένωσης (όπως η ΕΕ) και σχεδόν αδύνατο σε παγκόσμια κλίμακα – γεγονός που αναδεικνύει ένα από τα τεράστια προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, πολύ περισσότερο μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και την είσοδο στην καπιταλιστική «αγορά» εκατομμυρίων νέων εργαζομένων.

Φυσικά, από την πλευρά της προσφοράς, δεν είναι μόνο «υπεύθυνοι» οι μισθοί για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά και οι κρατικοί μηχανισμοί - οι οποίοι πολλές φορές εμποδίζουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, στη θέση παλαιοτέρων, στα πλαίσια των απαιτούμενων «δομικών» αλλαγών της Οικονομίας. Για παράδειγμα, η εμμονή στη λειτουργία μη ανταγωνιστικών βιομηχανιών (όπως η κλωστοϋφαντουργία στην Ελλάδα), οι οποίες ενίοτε προστατεύονται από τα κράτη, παρά το ότι παράγουν ζημίες.

Με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας, η νεοκλασική σχολή προτείνει κυρίως τα εξής:

(α)  Κατάργηση της υποχρέωσης πληρωμής συμφωνημένων μισθών, οι οποίοι καθορίζονται από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις, στην περίπτωση που η επιχείρηση ή ο κλάδος αντιμετωπίζουν προβλήματα ανταγωνισμού.

(β)  Το ύψος των χρημάτων που λαμβάνουν οι άνεργοι από το ταμείο ανεργίας οφείλει να είναι τόσο χαμηλό, όσο για να συμφέρει την ανάληψη μίας θέσης εργασίας, με μικρότερο μισθό από την προηγούμενη.

(γ)  Ελαστικότητα του χρόνου εργασίας, με μείωση του σε περιόδους που δεν υπάρχει ανάγκη και αύξηση του όταν διαφοροποιούνται οι συνθήκες. Η συγκεκριμένη «μέθοδος» περιορίζει τον κίνδυνο απολύσεων, όταν η Οικονομία ευρίσκεται σε ύφεση.

(δ)  Κατάργηση των «εξωτερικών» ρυθμίσεων και αλλαγές στην αγορά εργασίας – για παράδειγμα, κατάργηση της νομοθεσίας για την προστασία έναντι απολύσεων και τη διευκόλυνση της σύναψης συμβάσεων περιορισμένου χρόνου εργασίας.    

2.  Η θεωρία του Keynes

Σύμφωνα με τη θεωρία του Keynes, ένα μέρος της ανεργίας οφείλεται στην «ελλειμματική» ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Η αιτιολογία της ανάγεται στο γεγονός ότι, οι μισθοί των εργαζομένων (το ύψος τους επίσης) δεν αποτελούν μόνο κόστος για τις επιχειρήσεις, αλλά λειτουργούν και σαν «αγοραστική δύναμη». Επομένως, η «απαίτηση» της ελεύθερης αγοράς για χαμηλούς μισθούς, μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών (άρα την παραγωγή, τις επενδύσεις, το ΑΕΠ κλπ), οπότε χρειάζεται ένας «αντισταθμιστικός» παράγοντας «εξίσωσης» της απώλειας της ζήτησης - μέσω της αύξησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών που «εφοδιάζουν» οι επιχειρήσεις ή της επέκτασης των εξαγωγών.

Για παράδειγμα, η Γερμανία έχει επιλέξει την αύξηση της ζήτησης μέσω των εξαγωγών, σε συνδυασμό με την αύξηση των αποταμιεύσεων που προέρχονται από τη μειωμένη ζήτηση στο εσωτερικό της, έτσι ώστε οι αποταμιεύσεις να οδηγούνται σε επενδύσεις, κυρίως στην εξαγωγική βιομηχανία της – ένας επιτυχημένος μεν, αλλά «θανατηφόρος» συνδυασμός για τους δήθεν «εταίρους» της («πελάτες» καλύτερα), στους οποίους εξάγει σχεδόν το 70% των προϊόντων της - προκαλώντας την υπερχρέωση τους, καθώς επίσης την καταστροφή χιλιάδων θέσεων εργασίας. 

Λογικά λοιπόν, η μείωση των μισθών δεν δημιουργεί από μόνη της νέες θέσεις εργασίας ενώ, ανάλογα με την πτώση του επιπέδου των τιμών και με το επιτόκιο δανεισμού, «επηρεάζεται» η ζήτηση για επενδύσεις – με την πτώση των τιμών να οδηγεί συχνά την Οικονομία σε αποπληθωρισμό (άρθρο μας: Αποπληθωρισμός: Το πλέον τρομακτικό σενάριο της οικονομικής κρίσης, στο οποίο βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ, με καλύτερη δυνατή ενδεχόμενη επένδυση τη διατήρηση των χρημάτων σε μετρητά  27/2/2009). Η θεωρία του οικονομολόγου τεκμηριώνεται σε γενικές γραμμές ως εξής:

(α)  «Εμπειρικά» οι μισθοί είναι ανελαστικοί – δηλαδή, δεν μειώνονται όταν αυξάνεται η ανεργία. Ένας από τους λόγους είναι αναμφίβολα οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες προσδιορίζουν τα χαμηλότερα επιτρεπόμενα επίπεδα αμοιβών. Ακόμη όμως και να μην υπήρχαν, οι εργαζόμενοι αντιδρούν έντονα σε μειώσεις του «ονομαστικού» μισθού τους (παραδόξως όχι του πραγματικού, αυτού δηλαδή που εκφράζεται με την αγοραστική δύναμη – γεγονός που συνηγορεί υπέρ του πληθωρισμού, της αύξησης δηλαδή των τιμών των προϊόντων, για τη «διόρθωση» των μισθών).

(β)  Ο μισθός δεν είναι μόνο ένα «μέγεθος», αλλά χρησιμεύει επίσης στη δημιουργία «κινήτρων» για τους εργαζομένους. Έτσι λοιπόν μπορεί να είναι λογική η αύξηση του επάνω από το «σημείο ισορροπίας» για την επιχείρηση ή το κράτος, εάν λειτουργήσει ως κίνητρο για την αύξηση της παραγωγικότητας.

(γ)  Ο μισθός καθορίζει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων με αποτέλεσμα, πολλές φορές να αναζητείται δεύτερη απασχόληση, για την εξισορρόπηση τυχόν μειώσεων του. Αυτό αυξάνει με τη σειρά του την προσφορά στην αγορά εργασίας, οπότε απαιτούνται περεταίρω μειώσεις για την εξισορρόπηση της.

(δ)  Η αγορά εργασίας δεν είναι «ομοιογενής», αλλά τοπική και κλαδική οπότε, μπορεί να μειώνονται οι αμοιβές σε μία περιοχή, λόγω υφιστάμενης «τοπικής» ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα να αυξάνονται σε κάποια άλλη. Στην περίπτωση αυτή, είτε οφείλουν να μεταναστεύσουν οι εργαζόμενοι για την εύρεση υψηλότερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας, είτε να μεταφέρουν οι επιχειρήσεις την παραγωγή τους στις περιοχές χαμηλότερου κόστους εργασίας (όπως συμβαίνει σήμερα με πολλές βιομηχανίες της Β. Ελλάδας, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στις γειτονικές χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού και μειωμένης φορολογίας). 

Εάν όμως οι «συντελεστές παραγωγής» δεν είναι ευέλικτοι, δεν μετακινούνται δηλαδή εύκολα από περιοχή σε περιοχή (πόσο μάλλον στις σημερινές, παγκοσμιοποιημένες συνθήκες), τότε οι μειωμένοι μισθοί δεν εξαλείφουν την ανεργία.

(ε)  Η αγορά εργασίας είναι μία «δευτερογενής» αγορά. Δηλαδή, η εργασία δεν καλύπτει, όπως ένα προϊόν, μία συγκεκριμένη ανάγκη, δεν εργάζεται κανείς για την εργασία – η εργασία «πηγάζει» ουσιαστικά από τη συνολική ζήτηση για  αγαθά και υπηρεσίες. Επομένως η άποψη των κλασικών, σύμφωνα με την οποία η ανεργία οφείλεται στην ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας, δεν είναι ολοκληρωμένη, αφού δεν συμπεριλαμβάνει τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες.     

Σε γενικές γραμμές λοιπόν η ανεργία, κατά τον Keynes, οφείλεται σε ένα σφάλμα της ζήτησης (εποχιακό, αναπτυξιακό κλπ), οπότε για την καταπολέμηση της προτείνονται «αντικυκλικά» δημοσιονομικά μέτρα (κρατικά έργα κλπ) - τα οποία εμποδίζουν τη μείωση της ζήτησης, μέσω της μη αύξησης της ανεργίας σε περιόδους ύφεσης. Αντίθετα, η Αυστριακή σχολή προτείνει μείωση των φόρων για την αύξηση της ζήτησης. Η δική μας άποψη ευρίσκεται εν μέρει στο άρθρο: ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ: Οι κίνδυνοι της βιαστικής υιοθέτησης ενός λανθασμένου «αναδιανεμητικού» τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, σε περίοδο ύφεσης L, σε μη ανταγωνιστικές, σε υπερχρεωμένες, σε «διαρθρωτικά» βαριά ασθενείς και σε μη εκπαιδευμένες «κεφαλαιοκρατικά» Οικονομίες  15/11/2009     

Η «ελλειμματική» ζήτηση, η οποία προκαλεί ανεργία, μπορεί να οφείλεται και σε πολλούς άλλους διαφορετικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα στον «καταναλωτικό κορεσμό». Εν τούτοις, ο συνολικός κορεσμός μίας Οικονομίας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί πειστικά, επειδή ακριβώς η ακούσια ανεργία συμβαδίζει με μη ικανοποιημένες καταναλωτικές επιθυμίες - οι οποίες αποδεικνύουν ότι, η συνολική παραγωγική ικανότητα της Οικονομίας δεν είναι «κορεσμένη». Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η «παγίδα της ζήτησης» στην Οικονομία, επειδή

(α)  από τη μία πλευρά αυτοί που διαθέτουν υψηλά εισοδήματα δεν μπορούν να αυξήσουν περεταίρω την κατανάλωση τους (δημιουργώντας την ανάγκη νέων επενδύσεων, αυξημένης απασχόλησης κλπ), οπότε αποταμιεύουν «αναγκαστικά», αφαιρώντας αγοραστική δύναμη (άρθρο μας: Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ: Οι ανεξέλεγκτες χρηματαγορές και οι «πολυηπειρωτικές» πλέον υπερεπιχειρήσεις, είναι οι δύο συνισταμένες μίας «ύπουλης» ασθένειας η οποία, με τη βοήθεια των δημοσιονομικών κρίσεων, τείνει να εξελιχθεί σε μία παγκόσμια, θανατηφόρο επιδημία  13/1/2010) και

(β)  από την άλλη πλευρά, οι εισοδηματικά ασθενέστεροι (μεμονωμένα άτομα ή ολόκληρες χώρες) δεν μπορούν να καλύψουν τις καταναλωτικές επιθυμίες τους και αναγκάζονται να χρεωθούν για να το κάνουν (η ουσιαστική αιτία της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης).

Στηριζόμενα λοιπόν στη θεωρία του Keynes τα «δυτικά» κράτη, προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τη μείωση της ζήτησης σε περιόδους ύφεσης, μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών. Η μέθοδος αυτή ουσιαστικά έχει «χρεοκοπήσει» ήδη από τη δεκαετία του ΄70 όταν, μεταξύ άλλων, αποδείχθηκε ότι οι Πολιτικοί δεν ήταν σε θέση να σταματήσουν τα δημόσια προγράμματα, μετά την πάροδο της ύφεσης και την ανάπτυξη της Οικονομίας. Πολύ περισσότερο αφού, εάν το πρόβλημα οφειλόταν σε πολύ υψηλούς μισθούς ή σε περιορισμένη ευελιξία της αγοράς εργασίας, οι δημόσιες δαπάνες δεν συντελούσαν καθόλου στην επίλυση του.

Οι λύσεις που προτείνει η θεωρία του Keynes είναι αποτελεσματικές σε περιόδους απότομης πτώσης της ζήτησης - όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Εάν όμως είναι υπεύθυνη η «ελλειμματική» προσφορά για την ανεργία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν οι μισθοί είναι υπερβολικά υψηλοί ή η φορολογία πολύ μεγάλη, τότε η αύξηση των δημοσίων δαπανών όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά είναι εντελώς αντιπαραγωγική – επιτυγχάνεται δηλαδή ακριβώς το αντίθετο (στις σημερινές συνθήκες της «άναρχης παγκοσμιοποίησης» απαιτείται επειγόντως μία καινούργια οικονομική θεωρεία). Πότε όμως οι μισθοί είναι αλήθεια πολύ υψηλοί ή η φορολογία υπερβολικά μεγάλη; Δεν αποτελούν και τα δύο «συγκριτικά» μεγέθη;

Συγκρινόμενοι λοιπόν οι «δυτικοί» μισθοί με τους ασιατικούς (μέχρι πρόσφατα, οι συγκρίσεις αφορούσαν την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.), δε είναι απίστευτα υψηλοί; Οι μισθοί δεν καθορίζουν τελικά τις υπόλοιπες αξίες (ακίνητα, χρεόγραφα κλπ) - κατ’ επακόλουθο, τις υφιστάμενες εγγυήσεις του υπάρχοντος, αλλά και του νέου δανεισμού; Περαιτέρω, συγκρινόμενη η φορολογία διαφόρων χωρών μεταξύ τους (για παράδειγμα η Ελληνική με τη Βουλγάρικη) δεν είναι εντελώς μη ισορροπημένη; Τέλος, πως είναι δυνατόν να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις (ακόμη και αν ήταν παραγωγικές), όταν τα περισσότερα δυτικά κράτη είναι πλέον κάτι περισσότερο από υπερχρεωμένα;

Ειδικά λοιπόν όσον αφορά την ανεργία, δεν είναι (δυστυχώς) μονόδρομος η καταπολέμηση της μέσω του πληθωρισμού; (εάν αυξάνονται οι μισθοί λιγότερο από τις τιμές, τότε συνεχίζει μεν η ονομαστική αύξηση τους, αλλά μειώνεται η πραγματική, με αποτέλεσμα την «ελαστικοποίηση» τους, χωρίς κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις).

Είναι δυνατόν όμως να αποδώσει ο περιορισμένος πληθωρισμός, «εν μέσω» της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης και του εξουθενωτικού μισθολογικού ανταγωνισμού της Κίνας; Πόσο μάλλον όταν εμφανέστατα «δυσλειτουργεί» το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι επενδύσεις είναι πολλαπλάσιες των αποταμιεύσεων (ενάντια στη θέση του Keynes: «Οι αποταμιεύσεις είναι, και πρέπει να είναι, ίσες με τις επενδύσεις»), ενώ η παγκοσμιοποίηση έχει «διαστρεβλώσει» εντελώς τη φύση τους, αφού οι επενδύσεις διενεργούνται μακριά από εκεί που δημιουργούντα οι αποταμιεύσεις;

Τι σημαίνει αλήθεια για την αγορά εργασίας όταν, για παράδειγμα, η Κίνα δανείζει στις Η.Π.Α. το ποσόν των 2 τρις $ και οι αμερικανοί επενδύουν αυτά τα 2 τρις $ πίσω στην Κίνα; Απλούστατα ότι, τόσο ο τόκος, όσο και η εργασία προσελκύονται από την παραγωγή και όχι από την κατανάλωση - επιταχύνοντας την παρακμή της καταναλωτικής χώρας και ενισχύοντας την άνοδο της παραγωγικής.   

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Το κόστος της ανεργίας είναι ένας αρκετά σημαντικός παράγοντας, ενώ ευρίσκεται στην πλευρά των εξόδων του προϋπολογισμού της εκάστοτε χώρας, αποτελώντας ένα μεγάλο ποσοστό του (για παράδειγμα, στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας, ύψους περίπου 280 δις €, ανέρχεται στο 45%). Από την άλλη πλευρά, το ύψος της ανεργίας δεν αποτελεί μόνο κόστος, αλλά και «διαφυγούσα» ωφέλεια, αφού αναδεικνύει έναν μη εκμεταλλεύσιμο οικονομικό πόρο, ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά το ΑΕΠ.

Τέλος, ο κάθε άνεργος συνιστά μία διπλή επιβάρυνση για το κράτος, επειδή αφενός μεν δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση του «ασφαλιστικού», αφετέρου δε γιατί «αφαιρεί» ασφαλιστικούς πόρους, από τη στιγμή εκείνη και μετά που εγγράφεται στο ταμείο ανεργίας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Οι επιπτώσεις της ανεργίας στον άνθρωπο είναι πάρα πολλές – ειδικά αυτές της «μακροπρόθεσμης». Ουσιαστικά διακρίνονται σε

(α)  φυσικές, όπως για παράδειγμα η απαξίωση των κεκτημένων δεξιοτήτων του ανέργου, η κοινωνική-πολιτισμική απομόνωση του και η απώλεια του βιοτικού επιπέδου του (φτώχεια). Σε πολλές περιπτώσεις επιδρά και στις επόμενες γενιές, επειδή τα παιδιά των ανέργων έχουν αρνητικές προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν υγιώς - πνευματικά και σωματικά.

(β)  ψυχοκοινωνικές, επειδή για τους περισσότερους ανθρώπους η εργασία αποτελεί έναν «ψυχοκοινωνικό» σταθεροποιητικό παράγοντα, ο οποίος καθορίζει τη «δομή» της καθημερινότητας τους (πρόγραμμα) και τον κοινωνικό τους περίγυρο.  

Στις πιο φτωχές χώρες, οι υλικές ανάγκες ευρίσκονται στο «προσκήνιο» της ανεργίας, ενώ στις πλουσιότερες οι «ψυχοκοινωνικές» επιδράσεις της. Στα ψυχολογικά επακόλουθα προσμετρούνται η απογοήτευση (frustration), η απώλεια της ελπίδας, η μείωση της αυτοπεποίθησης (καταλυτικός παράγοντας, αφού προάγει την απώλεια της υπευθυνότητας του ατόμου, τόσο στους γύρω του, όσο και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό),  καθώς επίσης η «συνθηκολόγηση» (resignation). Επειδή η προσωπική επιτυχία και η κοινωνική αναγνώριση εξαρτώνται άμεσα από την επαγγελματική απόδοση, εκλείπει από τον άνεργο η επιβεβαίωση του περιβάλλοντος του – άρα το κίνητρο (motivation) «επανόδου» του (restart), το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να αναπληρώσει μόνος του (με δική του «ενέργεια»).   

Εκτός αυτού είναι το αντικείμενο κριτικής της Πολιτείας του, η οποία συχνά χαρακτηρίζει τους ανέργους «οκνηρούς» για να αποφύγει τις δικές της ευθύνες, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα «διάκρισης» και άνισης μεταχείρισης των ανέργων. Το ίδιο συμβαίνει και σε επίπεδο κρατών, όπως σήμερα όπου, οι πλεονασματικές χώρες της ΕΕ, για να αποφύγουν τις δικές τους ευθύνες, κατηγορούν τις ελλειμματικές για κακή οργάνωση, οκνηρία, φοροδιαφυγή κλπ, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα «φυλετικών διακρίσεων», με «ολοκληρωτική» χροιά.   

Οι ψυχολογικές συνέπειες της ανεργίας είναι πάρα πολλές, μεταξύ των οποίων το υπερβολικό άγχος (stress), η κατάθλιψη, οι εξαρτήσεις από διάφορες ουσίες, τα συμπλέγματα, η απελπισία, η απώλεια της χαράς της ζωής, καθώς επίσης ο αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας. Ειδικά όσο αφορά τους νέους, η ανεργία τους στερεί επί πλέον το μέσον για την αναζήτηση και την εξεύρεση της ταυτότητας τους. Τέλος, η υψηλή ανεργία έχει αρνητικά επακόλουθα και για τους εργαζομένους, αφού ο φόβος απώλειας της θέσης εργασίας τους δημιουργεί φόβους και ισχυρές ψυχολογικές πιέσεις.

(γ)  σωματικές, αφού οι πιθανότητες απώλειας της υγείας αυξάνονται ανάλογα με τη διάρκεια του χρόνου παραμονής ενός ατόμου στην ανεργία. Οι άνεργοι έχουν τετραπλάσιο ρίσκο επιδείνωσης της υγείας τους, σε σχέση με τους εργαζομένους. Σύμφωνα με μία επίσημη έρευνα, οι άνεργοι άνδρες παραμένουν στα νοσοκομεία το διπλό χρονικό διάστημα από τους εργαζομένους (οι γυναίκες 1,7 φορές), ο προσδοκώμενος χρόνος ζωής μειώνεται ανάλογα με τη διάρκεια της ανεργίας που έχει προηγηθεί, ενώ υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες, οι οποίες συσχετίζουν την ανεργία με την εμφάνιση επικίνδυνων ασθενειών.

Τα παιδιά ανέργων γονέων επιβαρύνονται ιδιαίτερα, όσον αφορά την νοητική τους ανάπτυξη, καθώς επίσης την «γλωσσολογική» τους πρόοδο. Απέναντι στην ανεργία αντιδρούν συχνά με δειλία και «συνθηκολόγηση», ενώ διακρίνονται από μειωμένη αυτοσυγκέντρωση, από έντονα προβλήματα συμπεριφοράς και από συναισθηματική «αστάθεια». Εν τούτοις, όλα αυτά τα αρνητικά συμπτώματα εμφανίζονται μόνο στα παιδιά γονέων με περιορισμένη μόρφωση, ενώ τα άτομα με υψηλή μόρφωση μπορούν να ανταπεξέλθουν πολύ καλύτερα με όλους τους προβληματισμούς που συνεπάγεται η ανεργία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας το θέμα, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι η ανεργία αποτελεί το νούμερο ένα πρόβλημα της εκάστοτε κοινωνίας – κατ’ επακόλουθο οι υφέσεις, οι οποίες την προκαλούν κατά κύριο λόγο, όπως και η κακή διαχείριση των δημοσίων Οικονομικών, με όλα όσα «συνδυαστικά» κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Επομένως, όλες οι προσπάθειες της Πολιτείας πρέπει να επικεντρώνονται στην εξάλειψη όλων των μορφών της ανεργίας - κατά πολύ λιγότερο σε όλα τα υπόλοιπα όπως, για παράδειγμα σήμερα, στα ελλείμματα, τα οποία φαίνεται να αποτελούν, δυστυχώς, τη μοναδική «φροντίδα» της Κομισιόν και της ΕΚΤ (σε πλήρη αντίθεση με τις Η.Π.Α., όπου προηγείται το Κεφάλαιο, με τη Γερμανία και την Κίνα, όπου προέχει η πλήρης απασχόληση κλπ). 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 14. Φεβρουαρίου 2010
viliardos@kbanalysis.com

    Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου