Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΟΝΕΙΣ / ΓΟΝΕΪΚΟΙ ΡΟΛΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΟΝΕΙΣ / ΓΟΝΕΪΚΟΙ ΡΟΛΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Καλές γονεϊκές πρακτικές για τη βελτίωση της επικοινωνίας γονέων και παιδιών

Δρ Νικόλαος Μάνεσης

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε αναφερθεί στη σημασία του ρόλου των γονέων στην πρόληψη της επιθετικής συμπεριφοράς των παιδιών. Ορίσαμε τι είναι η επιθετικότητα, τις μορφές της, τις αιτίες που την προκαλούν, τη σχέση της με τη βία καθώς και τρόπους με τους οποίους γονείς και εκπαιδευτικοί μπορούν να την περιορίσουν.
Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε στη σημασία της επικοινωνίας για την ανάπτυξη των σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Θα παραθέσουμε επίσης μερικές καθημερινές πρακτικές που μπορούν να χρησιμοποιούν οι γονείς για να βελτιώσουν την επικοινωνία και τη σχέση με τα παιδιά τους.
Είναι γενικά παραδεκτό πως δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε σχέση και μάλιστα σε σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, χωρίς να έχουμε επιτύχει να υπάρχει μια αποδεκτή επικοινωνία.
Με τον όρο «επικοινωνία» εννοούμε, στην πιο γενική του έννοια, την κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένα μήνυμα μεταβιβάζεται από έναν πομπό σε ένα δέκτη. Για να συντελεστεί η επικοινωνία είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα πλαίσιο στο οποίο να βασίζεται η λειτουργία της καθώς και ένα σύστημα σημάτων με το οποίο αυτή να συντελείται (Πόρποδας, 2003)( ). Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μεταδίδοντας το γνωστικό μέρος του μηνύματος μέσω της λεκτικής οδού και το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος μέσα από τη μη λεκτική οδό (Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, 1998)( ).
Όπως γνωρίζουμε όλοι, ο τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο οι γονείς προσπαθούν είτε να βάλουν όρια είτε να παρακινήσουν τα παιδιά τους να τροποποιήσουν την συμπεριφορά τους, περιορίζεται πολύ συχνά σε προστακτικές, σε απειλές, σε αρνητικές εκφράσεις που περιέχουν «δεν» και «μην» ή εκφράσεις που το ένα σκέλος τους ακυρώνει οτιδήποτε θετικό έχουν πει μόλις πριν, π.χ. «είσαι έξυπνος αλλά τεμπέλης», «είναι καλό παιδί αλλά μας στεναχωρεί».
Ένα φαινόμενο το οποίο συναντάμε επίσης συχνά, είναι η τάση των γονέων να είναι επικριτικοί και να χαρακτηρίζουν με επίθετα το ίδιο το παιδί τους προβαίνοντας σε γενικούς χαρακτηρισμούς όταν συμβαίνει κάποιο δυσάρεστο γεγονός Οι ίδιοι οι γονείς πολύ συχνά δεν μπορούν να αξιολογήσουν τον τρόπο που συμπεριφέρονται και εκφράζονται για τα παιδιά τους ή μεταξύ τους. Αναμφισβήτητα κάθε γονιός αγαπά το παιδί του και θα ήθελε το καλύτερο δυνατό για την εξέλιξη του. Πολύ συχνά όμως οι προσδοκίες που έχουν δεν ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά και τις ικανότητες των παιδιών τους, αλλά πηγάζουν από βαθύτερες δικές του ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή αξίες ζωής.

Τα συνηθέστερα εμπόδια τα οποία δυσκολεύουν την επικοινωνία και τη σχέση των γονέων με τα παιδιά τους, είναι:

οι διαταγές, [π.χ. «πλύνε τα χέρια σου», «φάε πιο γρήγορα», «κάνε ησυχία», «κοιμήσου»],
οι απειλές, [π.χ. «θα σε κτυπήσω», «θα με πεθάνεις», «θα δεις τι θα πάθεις»],
οι παραινέσεις και οι ηθικολογίες [π.χ. «οφείλεις να», «πρέπει να»]
οι συμβουλές [π.χ. «μην», «να»],
η κριτική και οι χαρακτηρισμοί [π.χ. «δεν ξέρεις», «είσαι άσχετος,
ανεύθυνος», «είσαι γκρινιάρα, επιπόλαια, αχάριστη»],
η ειρωνεία, [π.χ. «είσαι διάνοια»],
οι αυθαίρετες ερμηνείες [π.χ. «το λες γιατί ζηλεύεις»],
η ανάκριση [π.χ. «τι», «γιατί»].
Αν σκεφτούμε πόσες φορές τα επίθετα που μας έδιναν οι δικοί μας γονείς, μας συνοδεύουν έως σήμερα, είναι εύκολο να καταλάβουμε πόσο ισχυρή είναι η επίδραση τέτοιων χαρακτηρισμών στο παιδί, οι οποίοι λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η συνέπεια αυτών των χαρακτηρισμών είναι να συμπεριφέρονται τα παιδιά με τρόπο που περιμένουμε εμείς να συμπεριφερθούν (π.χ. ως τεμπέλης) και διαμορφώνουν κατά συνέπεια τέτοιες συμπεριφορές που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα μας. Γι’ αυτό συχνά ακούμε ενήλικες να λένε «Έτσι είμαι εγώ! Δεν αλλάζω».
Παρόμοιες επιπτώσεις έχουν οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει και ο δάσκαλος στο παιδί, ο οποίος αποτελεί το αμέσως επόμενο σημαντικό πρόσωπο για το παιδί μετά τους γονείς του. Είναι πολύ σημαντικό να νιώθει το παιδί ότι ο/η δάσκαλος/α το αγαπάει, το αποδέχεται, το αναγνωρίζει και ότι πιστεύει στις ικανότητες του. Σε αντίθετη περίπτωση, το παιδί εισπράττει αρνητικά μηνύματα για την αυτοεικόνα του, συστέλλεται, αμύνεται, επιτίθεται και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις πεποιθήσεις του δασκάλου.
Στο σημείο αυτό, ας δοκιμάσουμε μια τεχνική. Γράψτε σε ένα κομμάτι χαρτί πέντε επίθετα που χαρακτηρίζουν το παιδί σας. Θα διαπιστώσετε ότι σε αυτά συνήθως περιέχονται ένα ή περισσότερα τα οποία θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ότι περιγράφουν αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Δοκιμάστε, να σκεφτείτε να αλλάξετε τα αρνητικά επίθετα με θετικά. Θα διαπιστώσετε ότι θα δυσκολευτείτε. Προσπαθήστε να σκεφτείτε τα χαρίσματα, τα προτερήματά του, τι γνωρίζει να κάνει καλά και εκφράστε το με λόγια, με χαμόγελο και χειρονομίες. Κάθε φορά που θα θέλετε να απευθυνθείτε στο παιδί σας με έναν αρνητικό χαρακτηρισμό (π.χ. τσαπατσούλης, αδιάφορος) αντικαταστήστε τον με έναν θετικό (π.χ. ευγενικός, γλυκός, τρυφερός)
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, το παιδί αναπτύσσει μηχανισμούς αντιμετώπισης της παρέμβασής μας. Κάποιοι από αυτούς είναι εμφανείς, ενώ κάποιοι άλλοι δε γίνονται αντιληπτοί από την πρώτη στιγμή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Άλλοτε είναι αμυντικοί, άλλοτε επιθετικοί.
Μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς είναι:
η έκφραση δυσαρέσκειας, θυμού, ακόμα και εχθρότητας
η ψευδολογία και η απόκρυψη των συναισθημάτων
η επίρριψη ευθυνών σε άλλους, η προσπάθεια για εξαπάτηση, το κουτσομπολιό
η κολακεία
η επιθετικότητα και η τάση για εκδίκηση
η τάση για επιβολή ή ακόμα και τρομοκράτηση των άλλων
η ανάγκη για νίκη και η απέχθεια της ήττας
η σύσταση συμμαχιών
η υποταγή, η υπακοή, ακόμα και η συμμόρφωση
ο φόβος δοκιμής του νέου
η αντίσταση και ο αρνητισμός
η απομάκρυνση και η υποχώρηση
Οι γονείς πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να παραδεχθούμε πως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που διαπράττουμε κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας με τα παιδιά μας είναι ότι όταν θέλουμε να ρωτήσουμε κάτι αρχίζουμε συνήθως τη φράση μας με ένα «γιατί». Αυτό, αμέσως φέρνει το συνομιλητή μας σε επιφυλακή και θέση άμυνας διότι αισθάνεται ότι προσπαθούμε να ελέγξουμε με σκοπό να επιβάλουμε, να τιμωρήσουμε, να θέσουμε όρια. Γι’ αυτό και αρχίζει αμέσως τις δικαιολογίες. Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι μας λένε ότι πριν από το «γιατί» προηγείται η ερώτηση «τι;» και η ερώτηση «πώς;». Εάν δεν γνωρίσεις τα ακριβή γεγονότα, πώς μπορείς να ζητάς από το συνομιλητή σου να σου δώσει εξηγήσεις;
Τι μπορούμε να κάνουμε ως γονείς; Θα παραθέσουμε μερικές «καλές» πρακτικές οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν την καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά και οι οποίες δεν απαιτούν παρά μόνο την προσοχή μας.
Αυτές είναι οι εξής:
Συζητούμε με το παιδί όταν είμαστε ήρεμοι Προσπαθούμε να καταλάβουμε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τα λόγια του. Είναι αναγκαίο να «μπούμε» στη θέση του παιδιού μας. Ότι είναι σημαντικό για το παιδί, μπορεί να φαίνεται σε εμάς ανούσιο ή απλοϊκό, για εκείνο όμως ίσως είναι πολύ σημαντικό.
Είναι σημαντική η στάση του σώματος και ο τόνος της φωνής μας. Δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση στο παιδί ότι σκοπός της συζήτησης είναι ο έλεγχος ή η τιμωρία. Αντί δηλαδή να ρωτάμε άμεσα, και με επικριτικό τόνο για το ζήτημα που μας ενδιαφέρει, μπορούμε να ρωτάμε έμμεσα δίνοντας στο παιδί το δικαίωμα να απαντήσει.
Αν για παράδειγμα χύσει ένας καλεσμένος ένα ποτήρι κρασί είναι πολύ πιθανό να πούμε: «Δεν πειράζει. Αυτά συμβαίνουν». Ενώ, αν χύσει το παιδί μας το γάλα του πως αντιδράμε; Μήπως λέμε: «Ε, όχι πάλι! Σου έχω πει τόσες φορές να προσέχεις! Είσαι αδιάφορος! Το κατέστρεψες το τραπεζομάντιλο». Είναι πολύ σημαντικό να βοηθήσουμε τα παιδιά να κατανοήσουν ότι τα λάθη, οι άστοχες κινήσεις, διορθώνονται και ότι δεν φέρνουν την καταστροφή. Μια ζημιά για παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ένα καλό κίνητρο για να βρούμε τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης μαζί με το παιδί.
Ακούμε προσεκτικά τι θέλει να πει το παιδί μας και δε το διακόπτουμε πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του. Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να ομιλούμε ταυτόχρονα με το παιδί και να μην περιμένουμε να ολοκληρώσει την άποψή του. Ας τους δώσουμε το χρόνο να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, να μιλήσουν για τα συναισθήματα τους. Όταν μας μιλούν τα παιδιά, ας δείξουμε προσοχή, ας μην τα κοροϊδεύουμε, να τα κοιτάζουμε και να τα αγγίζουμε.
Προσπαθούμε, να μη βομβαρδίζουμε τα παιδιά μας με ερωτήσεις και να μην αλλάζουμε θέμα. Ας τα ακούσουμε! Ο γονιός που αφιερώνει χρόνο και δείχνει προσοχή στο παιδί όταν μιλάει του περνάει το μήνυμα ότι το σέβεται και ότι το αντιμετωπίζει ισότιμα.
Χαρακτηρίζουμε τη συμπεριφορά και όχι το ίδιο το παιδί. Λέμε για παράδειγμα: «Είναι ανεύθυνο να γυρίσεις αργά, χωρίς να μας ειδοποιήσεις» αντί, «Είσαι ανεύθυνος!».
Ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας για να καταλάβουν ότι πιστεύουμε στις ικανότητες τους. Η ενθάρρυνση τα βοηθάει να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με περισσότερη σιγουριά. Τα αρνητικά μας σχόλια μειώνουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού. Είναι πολύ πιο χρήσιμο να πούμε π.χ.: «Καλή προσπάθεια. Κάθε φορά τα καταφέρνεις όλο και καλύτερα». Η αντίδραση αυτή δείχνει ότι ο γονέας έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του παιδιού. Είναι δική μας ευθύνη να μάθουμε στο παιδί ότι η προσπάθεια είναι απαραίτητη για την επιτυχία. Δεν πρέπει να κάνουμε εμείς για τα παιδιά, πράγματα που μπορούν να κάνουν μόνα τους. Η υπερπροστασία μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα ανασφάλειας ή τεμπελιάς με αποτέλεσμα τα παιδιά να μαθαίνουν να εξαρτώνται από εμάς και να περιμένουν να τα κάνουμε όλα εμείς.
Είναι κρίσιμο να έχουμε πάντα στο νου μας πως δεχόμαστε και αγαπάμε το παιδί μας όπως είναι, κι όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Στη συζήτηση τονίζουμε τα θετικά του παιδιού. Μαθαίνουμε το παιδί να δέχεται τα προτερήματα όπως και τις αδυναμίες του Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αγαπάμε και την άσχημη συμπεριφορά τους.. Λέγοντας π.χ. στο παιδί, «Εσένα σε αγαπώ. Αυτό που έκανες δεν μου αρέσει», το βοηθάμε να καταλάβει ότι δεν μας αρέσει η ανάρμοστη συμπεριφορά του. Εξηγούμε στα παιδιά μας ότι όλοι έχουμε τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μας.
Συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν μειώνει την εικόνα του παιδιού. Φερόμαστε στο παιδί με σεβασμό για να του δείξετε ότι το θεωρούμε ένα σημαντικό άτομο Π.χ., ας ρωτήσουμε το παιδί μας τη γνώμη τους για κάτι που μας αφορά και την ακολουθούμε, όπου είναι δυνατό. Για παράδειγμα ρωτήστε τα ποιο χρώμα πουλόβερ να βάλετε και βάλτε το! Δώστε στα παιδιά σας την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε κάτι που σας αφορά. Θα νιώσουν μεγάλη χαρά και περηφάνια!

Η καλή επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά συμβάλλει στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους.
Το παιδί μέσα στην οικογένεια, ανάλογα με τις σχέσεις που διαμορφώνονται και το οικογενειακό κλίμα που επικρατεί, διαμορφώνει την αυτοαντίληψη και την αυτοεκτίμηση για το άτομο του, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηνύματα που εισπράττει από τους γονείς του και τους σημαντικούς άλλους στο περιβάλλον του (γιαγιά, παππούς, δάσκαλος, φίλοι). Η αυτοαντίληψη αντιπροσωπεύει την πεποίθηση του ατόμου για τον εαυτό του και η αυτοεκτίμηση αντιπροσωπεύει τη συναισθηματική πλευρά, την άποψη που έχει κάποιος για την αξία του ως ατόμου. «Αξίζω» για το παιδί σημαίνει ότι με αγαπούν και με αποδέχονται οι γονείς μου (Καραθανάση, 2003)( ). Είναι σημαντικό για το παιδί να νιώθει ότι αγαπά και αγαπιέται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Πολλές φορές οι γονείς μέσα στην προσπάθεια οριοθέτησης των συμπεριφορών του παιδιού, διαπραγματεύονται τα συναισθήματα τους και την αγάπη τους προς αυτό με αποτέλεσμα να βιώνει το παιδί συνεχείς αγωνίες και ματαιώσεις για τη σταθερότητα των συναισθημάτων και τη θέση του μέσα στην οικογένεια. Τα άτομα που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση σέβονται τον εαυτό τους, είναι σίγουρα για τις αποφάσεις τους, περιμένουν επιτυχίες στη ζωή τους, έχουν σιγουριά και δέχονται την εποικοδομητική κριτική. Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν ελάχιστο αυτοσεβασμό, νιώθουν αβεβαιότητα για τις αποφάσεις και τις πράξεις τους, νιώθουν ανασφάλεια, εγκαταλείπουν εύκολα την προσπάθεια, είναι ευαίσθητοι στη γνώμη των άλλων, κατηγορούν τους άλλους όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αισθάνονται ότι δεν αξίζουν, έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και περιμένουν την αποτυχία. Είναι πιο εύκολο να μην προσπαθήσουν για κάτι παρά να προσπαθήσουν και μετά να έρθουν αντιμέτωποι με την αποτυχία.

Για τα ζητήματα αυτά, είναι κρίσιμο οι γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ειδικών. Είναι χρήσιμη, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, η συμμετοχή τους σε Ομάδες Γονέων. Εκεί, ξεπερνώντας τις όποιες προσωπικές τους αναστολές και ανασφάλειες, μίλησαν για τα προβλήματά τους, αντιμετώπισαν τα διλήμματα τους, αποκάλυψαν τις ενοχές τους, έθεσαν τις αγωνίες τους, μοιράστηκαν τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους, παρουσίασαν στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς-ανατροφοδότησης. Βίωσαν τη «συνάντηση» του εαυτού με το περιβάλλον και τον «άλλο». Με αυτή την έννοια «θετική εμπειρία» δεν είναι αυτή που προκαλεί απαραίτητα θετικά συναισθήματα, όπως είναι η χαρά, αλλά αυτή που προκαλεί συγκίνηση. Αντίθετα, αρνητική είναι η κατάσταση απουσίας κίνησης και συγκίνησης, η απόσυρση και το κλείσιμο.

Παραθέτουμε μερικά βιβλία τα οποία αναφέρονται στην επικοινωνία και τις σχέσεις( ). Θεωρούμε ιδιαίτερα κρίσιμη την εφηβική ηλικία, για αυτό και αναφερόμαστε περισσότερο σε αυτά.

Bluestein, Jane. (2000). Γονείς, Έφηβοι και Όρια. Αθήνα. Δίοδος.
Dinkmeyer, Don, MacKay, Gary, Carlson, Jon (1998). Βασικές Αρχές Παραδοχής, Ενθάρρυνσης, Πειθαρχίας και Σχέσεων Γονέων – Εφήβων. Αθήνα. Θυμάρι.
Dinkmeyer, Don, MacKay, Gary. 2000. Γονείς και Έφηβοι – Από τις συγκρούσεις στη συνεργασία. Αθήνα. Θυμάρι.
Goleman, Daniel. (1997). Η Συναισθηματική Νοημοσύνη - Γιατί το «EQ» είναι πιο σημαντικό από το «IQ». Αθήνα. Ελληνικά Γράμματα.
Μolnar, A. Lindquist, B. (1998). (επιμέλεια Καλαντζή- Αζίζι Α.) Προβλήματα Συμπεριφοράς στο Σχολείο. Οικοσυστημική προσέγγιση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Walton Fr. (1999). Κερδίστε τους Εφήβους από 13-19 στο Σπίτι και το Σχολείο. Αθήνα. Θυμάρι.

Επίσης η Πολιτεία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση ενίσχυσης των γονέων. Αρκεί να έχει την πολιτική βούληση. Να παράσχει γνώσεις στους γονείς για το εκπαιδευτικό σύστημα, να οργανώσει και λειτουργήσει προγράμματα επιμόρφωσης σε γονείς( ), να φροντίσει να δημιουργήσει δομές πρόνοιας της καθημερινής φροντίδας των παιδιών με σκοπό την ενίσχυση του φυσικού δεσμού με τους γονείς, να ενισχύσει τις εθελοντικές οργανώσεις που εδώ και πάρα πολλά χρόνια λειτουργούν αφιλοκερδώς χωρίς να νοιαστούν για κόπο, χρόνο και χρήματα ομάδες γονέων.

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Η επιμέλεια των παιδιών να είναι θεσμικά κατοχυρωμένη και για τους δύο γονείς

Γράφουν: ΜΑΙΡΗ ΠΙΝΗ - ΝΑΤΑΣΑ ΜΠΕΡΗ

Μπορεί στην εποχή μας όλα να εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς, ωστόσο τα συζυγικά και γονεϊκά στερεότυπα ακολουθούν τους δικούς τους σταθερούς ρυθμούς: αυτούς της χελώνας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα; Οι διαζευγμένοι άνδρες που τυχαίνει να είναι και πατέρες και οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, οι οποίοι ακόμη προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία και τα ελληνικά δικαστήρια πως μπορούν να μεγαλώσουν ένα παιδί ή και περισσότερα.
Αν και οι γυναίκες - μητέρες εντάχθηκαν στην παραγωγική διαδικασία και αποκολλήθηκαν από τον αποκλειστικό, μέχρι πρότινος, ρόλο τους (οικοκυρά - μητέρα) οι άνδρες πασχίζουν και ψάχνονται -ακόμη και μέσω Συλλόγων- να αποδείξουν το γονεϊκό τους ρόλο και να «κατοχυρώσουν» το πατρικό τους φίλτρο.
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει, πρώτον, γιατί στην ελληνική κοινωνία επικρατεί ακόμη μια παρωχημένη αντίληψη (ενδεικτική είναι η έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα και διενεργήθηκε το 2004: στην ερώτηση ποιος πρέπει να αλλάζει τις πάνες, το 50,8% των Ελλήνων έναντι 30,8% των Ευρωπαίων απάντησε «οι μητέρες») και, δεύτερον, γιατί στα ελληνικά δικαστήρια παρατηρούνται πολλές φορές αστοχίες.
Η λύση, αποφαίνονται οι ειδικοί, βρίσκεται στη μέση. Ετσι, και τα διαζευγμένα ζευγάρια θα πρέπει να κινούνται με γνώμονα την ψυχική υγεία των παιδιών τους και η Πολιτεία να ενισχύσει τις προσπάθειες που κάνει (άρχισε να προσανατολίζεται στην ανάγκη ύπαρξης σωστών μέτρων και ανάλογης κοινωνικοποίησης, ώστε να συνειδητοποιήσουν άνδρες - γυναίκες τους πραγματικούς τους ρόλους) ώστε να μη φτάνουν τα ζευγάρια στα δικαστήρια για να διεκδικούν τους ρόλους τους. Αλλά ακόμη και τότε, οι υποθέσεις θα ήταν καλύτερο να εξετάζονται σε Οικογενειακά Δικαστήρια -τα οποία κάποια στιγμή πρέπει να ξεκινήσουν να λειτουργούν- και όχι σε αστικά ή ποινικά.
Ο Johan είναι Σκανδιναβός, πατέρας της Molly και ομολογεί: «Σπούδασα μηχανικός αυτοκινήτων. Τώρα εργάζομαι σε παιδικό σταθμό. Δεν άντεχα την αργκό του μηχανουργείου. Μερικοί λένε πως είναι μια ωμή αλλά εγκάρδια ατμόσφαιρα. Εγώ λέω πως είναι περισσότερο ωμή παρά εγκάρδια. Το να δουλεύω με παιδιά ήταν αυτό που μου ταίριαζε. Είναι ένας τρόπος δουλειάς γεμάτος ζωή, διότι συμμετέχεις στη διαμόρφωση του μέλλοντος».
Ο Κιμ είναι Ολλανδός, πατέρας του Χέρμπερτ και της Μάρθας, μαθητών του δημοτικού, φωτογράφος στο επάγγελμα. Για τρία χρόνια εργάστηκε ως έμμισθο προσωπικό σε αποστολές του ΟΗΕ σε εμπόλεμες ζώνες. Εκεί γνώρισε τη σκληρή όψη της ζωής των μισθοφόρων. Του έλειπε η οικογένεια, τα παιδιά, η δουλειά του. Γυρνώντας στην πατρίδα του, μετά το τέλος της θητείας του, άρχισε να ασχολείται ουσιαστικά με τα παιδιά του και να μελετά τα προνόμια που δίνει η νομοθεσία για την πατρότητα.
Οι μαρτυρίες είναι δύο από τις πολλές που συγκέντρωσαν Σουηδοί ερευνητές των πανεπιστημίων της Ουψάλα και της Στοκχόλμης, στο πλαίσιο ευρωπαϊκής έρευνας. Παρουσιάστηκε στην Αθήνα (τον Φεβρουάριο του 2004), από την τότε γενική γραμματέα Ισότητας (την Εφη Μπέκου) σε συνεργασία με τη σουηδική πρεσβεία.
Η έρευνα παρουσιάστηκε ταυτόχρονα σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σ' αυτήν δεν συμμετείχε ούτε ένας Ελληνας πατέρας.
Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του δεδομένου ότι τα γονεϊκά στερεότυπα και οι αντιλήψεις περασμένων δεκαετιών δεν έχουν αλλάξει ακόμα στη συνείδηση των Ελλήνων.
Οι Ελληνες θεωρούνται οι «κουβαλητές» και είναι υπεύθυνοι για την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας η οποία είναι συνυφασμένη με την αμειβόμενη εργασία. Εχουν την επαγγελματική τους καριέρα και την κοινωνική τους καταξίωση μέσω αυτής. Ετσι, αδυνατούν να απολαύσουν τη χαρά της πατρότητας. Οι Ελληνίδες είναι επιφορτισμένες με τη φροντίδα της οικογένειας (παιδιών, ηλικιωμένων, ασθενών). Η πολυκινητικότητα και πολυδραστηριότητα των γυναικών συνεχίζεται ακόμα και την εποχή που θεωρούνται απόμαχοι των οικογενειακών τους υποχρεώσεων.
Αντίθετα οι άνδρες, όταν βγαίνουν στη σύνταξη, επειδή δεν έχουν ασχοληθεί όσο έπρεπε με τα παιδιά, μαραζώνουν, αισθάνονται μη ωφέλιμοι στην οικογένεια, χάνουν τη μαχητικότητά τους για τη ζωή και αρκετοί από αυτούς και την ίδια τη ζωή τους σε σύγκριση με τις γυναίκες.
Οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν καρπό ερευνών που έχουν εκπονηθεί από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας (ΓΓΙ) και από άλλες ΜΚΟ. Μία από αυτές είναι το «Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Ζωής και Υγείας». Σε έρευνά του που έγινε το 2004 προκύπτει ότι:
* Η Ελληνίδα εξακολουθεί να κατέχει τα πρωτεία στη φροντίδα του παιδιού.
* Οι Ελληνες είναι λιγότερο έτοιμοι να αναλάβουν από κοινού την ευθύνη για την καθημερινή φροντίδα των παιδιών τους και δεν συμπλέουν με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Την ίδια ώρα σε άλλες χώρες της Ε.Ε., η φροντίδα των μωρών, το τάισμα, το ντύσιμο και το καθημερινό διάβασμα των παιδιών είναι υπόθεση και των δύο γονέων.
Στην έρευνα σε ερωτήσεις όπως «Ποιος πρέπει να αλλάζει τις πάνες του μωρού;», «Ποιος πρέπει να βάζει τα παιδιά για ύπνο, κ.λπ.;», το 30,8% των Ευρωπαίων απαντά ότι είναι υπόθεση της μητέρας. Στη χώρα μας το ποσοστό εκτινάσσεται στο 50,8%.
Οι Ελληνες μπαμπάδες, κυρίως οι νέοι (μέχρι και 50 ετών), ασχολούνται με τα παιδιά τους, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, καθώς και με τις δουλειές του σπιτιού.

Η μεγάλη ανατροπή καταγράφεται στους Ελληνες διαζευγμένους πατεράδες και τους χήρους, αφού αυτοί:
- Κάνουν χρήση των γονεϊκών αδειών και των νομοθετημένων προνομίων.
- Ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά τους, ιδίως οι νέοι σε ηλικία και οι διαζευγμένοι.
Καθοριστικές έρευνες για αυτά τα θέματα θα εκπονηθούν το προσεχές 15μηνο στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Equal (Ευρωπαϊκής Επιτροπής), μετά από δραστηριοποίηση τόσο της γ.γ.Ι Ευγ. Τσουμάνη όσο και της προέδρου του ΚΕΘΙ (Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας) Μερ. Καλδή.
Βασιζόμενες σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισημαίνουν ότι η εναρμόνιση της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής δεν πρέπει να θεωρείται «γυναικείο ζήτημα».
Η ΓΓΙ επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όπου τονίζεται ότι «η εναρμόνιση αποτελεί φυσικό συμπλήρωμα της Ισότητας των Φύλων και παράλληλα μέτρο προστασίας των παιδιών».
Στην Ελλάδα από το 1984 ισχύει το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία και διευκόλυνση των εργαζόμενων με οικογενειακές υποχρεώσεις. Με τον Ν.1483/1984 προβλέφθηκε η γονική άδεια ανατροφής για κάθε γονέα πριν από τη σχετική κοινοτική οδηγία 96/34/ΕΚ. Με την ΕΓΣΣΕ του 1993 προβλέφθηκε για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα μειωμένο ωράριο για την ανατροφή παιδιού για τον εργαζόμενο πατέρα. Στον ιδιωτικό τομέα ακόμη, δίνεται στον πατέρα άδεια πατρότητας δύο ημερών με αποδοχές σε περίπτωση γέννησης παιδιού.
Κατά τη ΓΓΙ επιβεβαιώνεται ότι ο αριθμός των γυναικών που κάνουν χρήση γονεϊκών αδειών είναι ελάχιστος, ενώ των ανδρών μηδενικός.
Μια εξήγηση που δίνεται στο φαινόμενο είναι η έλλειψη αμοιβής που αποθαρρύνει τους άνδρες να απουσιάσουν από την εργασία τους, ενώ οι γυναίκες αποφεύγουν να κάνουν χρήση λόγω των χαμηλότερων αποδοχών τους και των στερεότυπων που επικρατούν.
Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ, ο συνδυασμός οικογενειακής-επαγγελματικής ζωής αναγνωρίζεται πλέον ρητώς ως γενική Αρχή του Κοινοτικού Δικαίου. Ετσι, η ελληνική νομολογία ευθυγραμμίστηκε με τη νομολογία του δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει της οποίας η Αρχή του Συνδυασμού Οικογενειακής-Επαγγελματικής Ζωής θεωρείται ως φυσικό συμπλήρωμα της Ισότητας των Φύλων και απαραίτητη προϋπόθεση της αποτελεσματικής πραγματοποίησής της.
Σύμφωνα δε με δύο πρόσφατες αποφάσεις της 2/1/2006 του Γ' Τμήματος του ΣτΕ (προσφυγή άσκησε δικαστικός) κρίθηκε ότι τη γονική άδεια των 9 μηνών με αποδοχές την δικαιούται και ο πατέρας δικαστής. Το δικαστήριο έκρινε ότι βάσει του άρθρου 51 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, το Δημόσιο υποχρεούται να χορηγεί στον δημόσιο υπάλληλο-πατέρα τη συγκεκριμένη άδεια για την ανατροφή των ανήλικων τέκνων του.

Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν αυτοτελές δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας δημόσιος υπάλληλος δικαιούται να ζητήσει ξεχωριστή γονική άδεια 9 μηνών για κάθε παιδί. Είναι δε καθοριστικές διότι δημιουργούν σημαντική νομολογία για την εναρμόνιση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή. Είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Παράλληλα, ανοίγουν τον δρόμο για διεκδικήσεις και του εργαζόμενου πατέρα στον ιδιωτικό τομέα!
Η ΓΓΙ λαμβάνοντας υπόψη παλαιά και νέα δεδομένα επιδιώκει αναμόρφωση του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα καταθέτοντας σχετικές προτάσεις. Προωθεί τη χορήγηση της γονικής άδειας 9 μηνών ή εναλλακτικά του μειωμένου ωραρίου με αποδοχές και στον πατέρα υπάλληλο, με τη θέσπιση αυτοτελούς, προσωπικού του δικαιώματος.
Σε ό,τι αφορά τη γονική άδεια ανατροφής παιδιών, διάρκειας τρεισήμισι μηνών, που δεν αμειβόταν μέχρι τώρα, προχωρά στη χορήγηση αμοιβής των 3 πρώτων μηνών στους πολύτεκνους γονείς (μετά το 3ο παιδί) και παρατείνει το μειωμένο ωράριο εργασίας για δύο (2) ακόμα έτη μετά τη γέννηση 4ου παιδιού.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/06/2006