Αποχή! Μα τόσο υψηλή; Ναι, τόσο υψηλή!
Άκυρα και λευκά! Μα τόσα πολλά; Ναι, τόσα πολλά!
Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη! Δημαράς, Καμίνης (δυνάμει και Αμυράς), Μπουτάρης! Μα τέτοια ανατροπή; Ναι, τέτοια ανατροπή!
Να οι βασικότερες απορίες και εκπλήξεις των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2010. Να το λεξιλόγιο και η ημερήσια διάταξη των απόηχων εκλογοαναλύσεων.
«Μια αντιπολιτική ψήφος, μια ψήφος αντίδρασης, μια αντισυστημική ψήφος» ανέκραξαν διάφοροι πολιτικοί αναλυτές.
Ναι, ωραία, συμφωνούμε. Και τώρα, τι; Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Τα γνωστά θα απαντούσε ο οιοσδήποτε, μυημένος ή μη, παρατηρητής των εκλογοπολιτικών πραγμάτων και εξελίξεων. Αρκούμαστε στις διαπιστώσεις. Και όταν θέλουμε να απαλλαγούμε και από αυτές, γιατί μας ενοχλεί η παρουσία τους, επιδιδόμαστε στο γνωστό μας άθλημα των αδιέξοδων αναλύσεων και των ανέξοδων αντιπαραθέσεων για το μήνυμα, τα μηνύματα, ποιος το έστειλε, ποιος το πήρε. Και πολλά άλλα τέτοια μέχρι που χάνουμε την μπάλα, κλείνει το ζήτημα και επανερχόμαστε «στα ίσια μας», στην ισορροπία μας που προς στιγμή απειλήθηκε και διαταράχθηκε.
Δε φταίνε όμως γι΄ αυτό τα κόμματα, δεν φταίνε οι πολιτικοί, δε φταίνε κάποιοι δημοσιογράφοι. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν. Και την κάνουν σωστά.
Το θέμα είναι, τι κάνουμε εμείς; Πώς εμείς λαμβάνουμε τα όποια μηνύματα, τα αναλύουμε και αντιδράμε;
Είναι σίγουρα θέμα οπτικής θα απαντούσε κάποιος.
Ναι, είναι θέμα οπτικής. Και είναι θέμα να καταλάβουμε πρώτα, και πάνω απ΄ όλα, τη θέση μας, την πλευρά μας. Πώς όμως μπορούμε να το πετύχουμε αυτό;
Υπάρχει μια θεωρία, γνωστή από τον 17ο αι., από τον Νεύτωνα, η θεωρία των συστημάτων, η Συστημική Θεωρία, η οποία στο επιστημονικό διάβα εξελίχθηκε και αποτέλεσε εργαλείο για τη μελέτη και ερμηνεία όλων των «συστημάτων».
Τι λέει; Λέει ότι -αναφέρομαι στη Συστημική του Παρατηρητή, στη 2η τάξη των κυβερνητικών, όπως ονομάζονται- ο κόσμος, ως υπερσύστημα, είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη συστάδα συστημάτων που αυτοποιούνται, καθώς λαμβάνουν, ιεραρχούν και ταξινομούν πληροφορίες. Μέσα από αυτήν την οπτική ο κόσμος χάνει το χαρακτήρα μιας «απόλυτα ορθολογιστικής πραγματικότητας» και αναφύεται ένας ορίζοντας νοημάτων, όπου για το «είναι», το «ισχύει» και το «αξίζει» αποφαίνονται και αποφασίζουν συστήματα-παρατηρητές στο πλαίσιο -για να θυμηθούμε και λίγο τον Καστοριάδη στη Φαντασιακή θέσπιση της Κοινωνίας- των αναγκών, των προθέσεων και των συμφερόντων τους.
Τα συστήματα αυτά είναι δύο κατηγοριών, τα κοινωνικά συστήματα-παρατηρητές (τα διάφορα εξουσιαστικά υποκείμενα) και τα συνειδησιακά συστήματα-παρατηρητές (οι άνθρωποι-τα ανθρώπινα υποκείμενα) και αναπτύσσουν έντονα αναδραστικές σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με τα «περιβάλλοντά τους».
Και όσον αφορά στα πρώτα, στα κοινωνικά συστήματα-παρατηρητές, η βασική τους στόχευση είναι διττή, από τη μια η μεταξύ τους συνύπαρξη και συνεξέλιξη στη βάση της ορθολογικότητας και της ανταγωνιστικότητας και από την άλλη η αναπαραγωγή και περαιτέρω ενίσχυσής τους μέσω της επιβολής τους στα συνειδησιακά συστήματα-παρατηρητές. Και αυτό το πετυχαίνουν αυτοοριζόμενα ως «θεσμικοί συνομιλητές», διαμορφώνοντας και αρθρώνοντας δηλαδή έναν εξουσιαστικό και παρελκυστικό λόγο πάνω στα συνειδησιακά συστήματα-παρατηρητές, προτάσσοντας την ανάγκη εφαρμογής ενός «αξιακού συστήματος», που δεν είναι παρά μια «τεχνητή κατασκευή απόκρυψης και εξυπηρέτησης» των ιδιοτελών κινήτρων και συμφερόντων τους.
Και το πολιτικό σύστημα είναι ένα τέτοιο σύστημα. Ως προς τη δομή του είναι ένα σύστημα-παρατηρητής, το οποίο εντάσσεται σε μια αλυσίδα υπερσυστημάτων, π.χ. αποτελεί μέρος του ευρύτερου κοινωνικού ή και παγκόσμιου συστήματος, και υποσυστημάτων, είτε αυτά είναι κοινωνικά, π.χ. πολιτικά κόμματα, είτε συνειδησιακά, π.χ. άνθρωποι-πολίτες-ψηφοφόροι-εκλογείς. Ως προς τη λειτουργία είναι πολύπλοκο, εξαιτίας της ποικιλίας των δικτύων λειτουργιών που αναπτύσσονται και δρουν μέσα σ΄ αυτό, όπως το δίκτυο επικοινωνίας, το δίκτυο ελέγχου, το δίκτυο ενεργειών, το δίκτυο αξιολόγησης και κυρίως το «εκτελεστικό» δίκτυο. Ως προς τη σχέση του με το «περιβάλλον», με τους παράγοντες δηλαδή που επηρεάζουν και επηρεάζονται από το σύστημα, είναι ρευστό, υπό την έννοια ότι τα όρια που διαχωρίζουν το σύστημα από το περιβάλλον είναι ρευστά και το σύστημα είναι ανοικτό, ασκεί δηλαδή και δέχεται επιδράσεις από το περιβάλλον. Και τέλος, ως προς τη στόχευσή του χαρακτηρίζεται από τη συνεχή προσπάθειά του να επιβάλλει την εξουσία του στα συνειδησιακά υποσυστήματα-παρατηρητές, δηλαδή στους πολίτες, και με διάφορους τρόπους να αναπαραχθεί και να ενισχυθεί.
Αν αξιοποιήσουμε, λοιπόν, μια τέτοια γνώση, μια τέτοια προσέγγιση, μπορούμε να καταλάβουμε πολλά. Μπορούμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του πολιτικού συστήματος, τη δομή και λειτουργία του, τη ρευστότητά του, τη σχέση του με τα άλλα συστήματα και με τα «περιβάλλοντά του», τους μηχανισμούς επιβολής και άμυνας που διαθέτει κ.ο.κ.
Και κυρίως, μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα τα εκάστοτε πολιτικά δεδομένα. Όπως και τα δεδομένα αυτών των εκλογών.
Ιδωμένα μέσα από ένα τέτοιο συστημικό πρίσμα τα δεδομένα αυτών των εκλογών αλλάζουν λίγο διάσταση. Ξεμακραίνουν από τις στερεότυπες και συνήθως καθοδηγούμενες αναλύσεις που στόχο έχουν την αναπαραγωγή της αδράνειας. Και αποκτούν έναν πιο δυναμικό χαρακτήρα.
Αν λοιπόν δούμε έτσι τα δεδομένα των εκλογών αυτών -εννοώ την αποχή, τα λευκά ή συνειδητά άκυρα και τις «εκπλήξεις» τύπου Δημαρά, Καμίνη, Μπουτάρη- θα καταλάβουμε, ή τουλάχιστον θα υποψιαστούμε, πως η όποια τους ανάλυση και ερμηνεία δεν μπορεί να εξαντλείται σε απλές γραμμικές αιτιοκρατικές σχέσεις, τύπου «οφείλεται στην πολιτική δυσπιστία, στην απογοήτευση, στην αδιαφορία κ.λπ.» ή σε γραμμικές διαπιστώσεις τύπου «πρόκειται για μια αντισυστημική ψήφος».
Θα καταλάβουμε, ή τουλάχιστον θα υποψιαστούμε, πως σχετίζεται και με άλλες διαστάσεις, με άλλες διεργασίες, οι οποίες συντελούνται στους κόλπους των πολιτών. Θα καταλάβουμε, ή τουλάχιστον θα υποψιαστούμε, πως σχετίζεται τόσο με τη διαδραστική επικοινωνία μεταξύ των συνειδησιακών υποκειμένων, δηλαδή μεταξύ ημών των πολιτών, όσο και με την αναδραστική μας σχέση με τα υπερσυστήματά μας –και όχι μόνο το κομματικό ή πολιτικό-, προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας, το ρόλο μας, τη δράση μας και την αντίδρασή μας προς τον εξουσιαστικό λόγο αυτών των υπερσυστημάτων.
Και αυτές οι διεργασίες είναι ό,τι πιο σημαντικό, διότι σηματοδοτούν μια διαδικασία αυτορρύθμισης. Προσπαθούμε απλά να αυτορρυθμιστούμε ως συνειδησιακό σύστημα, να επαναπροσδιοριστούμε και να διεκδικήσουμε εκ νέου το ρόλο μας στον καθορισμό των υπερσυστημάτων μας, και ειδικότερα του πολιτικού. Διότι, μεταξύ υπερσυστημάτων και υποσυστημάτων υπάρχει μια σχέση δυναμικής και δραστικής αλληλεπίδρασης, δεδομένου ότι κάθε υπερσύστημα επηρεάζει το υποσύστημά του, υπό την έννοια του ελέγχου ή της προσφοράς ευκαιριών για δράση, αλλά και κάθε υποσύστημα επηρεάζει το υπερσύστημά του, υπό την έννοια ότι, όποια αλλαγή συντελείται στο υποσύστημα αντανακλάται και στο υπερσύστημα του.
Αυτή όμως η διαδικασία της αυτορρύθμισης και της αλλαγής δε συντελείται αυτόματα. Γίνεται σταδιακά. Συχνά και αποσπασματικά. Και ενέχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Ενέχει, καταρχάς, την ασυνέχεια και την αβεβαιότητα όσον αφορά στις επιλογές και τις κατευθύνσεις προς τις οποίες πρόκειται να προσανατολιστούν τα συνειδησιακά υποκείμενα, οι πολίτες. Και υπό αυτήν την έννοια μπορεί να ερμηνευτεί η αποχή. Ενέχει επίσης τη διαδικασία αποδόμηση των επιβεβλημένων από το πολιτικό υπερσύστημα επικαθορισμών, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί με το συνειδητά άκυρο ή το λευκό. Και τέλος, ενέχει τη διαδικασία της αναδόμησης, μέσω της επιλογής προσώπων και πολιτικών που αποκλίνουν από τους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες που το πολιτικό υπερσύστημα προσπαθεί να επιβάλλει. Πάνω σ΄ αυτό όμως πρέπει να τονιστεί πως οι επιλογές αυτών των «αντισυστημικών προσώπων» πρέπει να ιδωθούν μόνο ως «σημεία αναδόμησης» και όχι ως τεκμήρια, διότι η πορεία της αναδόμησης είναι μακρά και συχνά πλασάρονται από τα υπερσυστήματα «εναλλακτικές επιλογές προσώπων και πολιτικών» που σκοπό έχουν να παγιδεύσουν τους πολίτες και το συλλογικό υποσυνείδητο στην «ψευδαίσθηση της αναδόμησης» και να φρενάρουν την πραγματική πορεία προς αυτήν. Και αυτό έχει επαληθευτεί ουκ ολίγες φορές.
Αν λοιπόν δούμε και ερμηνεύσουμε έτσι αυτά τα δεδομένα, θα αντιληφθούμε πως σηματοδοτούν την αρχή μιας πορείας αλλαγής και αυτορρύθμισης. Μιας πορείας που οφείλουμε να ακολουθήσουμε και να ενισχύσουμε. Και όταν αυτή η αντίληψη γίνει συνείδηση και δράση, τότε -και μόνο τότε- μπορεί να ολοκληρωθεί και να δώσει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Σε διαφορετική περίπτωση θα μείνει αποσπασματική και ατελής. Και κυρίως ευάλωτη στα χέρια του «πολιτικού και κομματικού συστήματος». Γιατί τα κοινωνικά υπερσυστήματα και καλύτερους μηχανισμούς ανατροφοδότησης διαθέτουν, έτσι ώστε πιο γρήγορα να αντιλαμβάνονται τις ανεπιθύμητες αποκλίσεις της συμπεριφοράς των συνειδησιακών τους υποσυστημάτων, και ποιο ισχυρά όπλα διαθέτουν, λόγω του εξουσιαστικού και παρελκυστικού τους λόγου, ώστε αυτές τις συμπεριφορές να τις «αποδυναμώνουν και καταπνίγουν» και να εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητά τους και επιβίωση.
Το θέμα, λοιπόν, είναι τι κάνουμε εμείς ως πολίτες, ως συνειδησιακά συστήματα-παρατηρητές του πολιτικού υπερσυστήματος. Και αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να κατανοήσουμε το είδος της εξουσίας που ασκεί πάνω μας αυτό και να γίνουμε συνειδητή τελεστές του λόγου μας, διαμορφώνοντας, μέσω διαδικασιών διαβούλευσης και διαλόγου, κοινωνικοπολιτικές προσδοκίες και διεκδικήσεις, ικανές να οδηγήσουν στη χειραφέτησή μας. Και αυτό οφείλουμε να το κάνουμε διαρκώς. Δεν αρκεί μια εφάπαξ δόση συνείδησης και χειραφέτησης για να επέλθουν ανατροπές και αλλαγές..
Δεν πρέπει, άρα, να ρωτάμε αν το πολιτικό σύστημα ή τα κόμματα έλαβαν το μήνυμα. Αυτά σίγουρα το έλαβαν και προσπαθούν να το αποδυναμώσουν. Αλλά να ρωτάμε αν εμείς λάβαμε το μήνυμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου