Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Υλικό παραγωγής Λόγου / Η «γλώσσα» της μόδας

Η «ανάγνωση» του ενδύματος γίνεται εξαιρετικά δύσκολη γιατί οι μόδες έχουν ασταθή και αμφίσημα νοήματα

Κουλούρη, Χριστίνα
http://www.tovima.gr

«Τι είναι η μόδα τελικά;» έγραφε ο Οσκαρ Ουάιλντ. «Συνήθως είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορη που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες». Πράγματι, η μόδα, ως συστατικό στοιχείο της νεωτερικότητας, συνδέθηκε με τη συνεχή καινοτομία, την καταστροφή του παλαιού και τη δημιουργία του καινούργιου. Βασικό χαρακτηριστικό της μόδας είναι να επιβάλει ως νέο κανόνα ό,τι μέχρι χθες ήταν η εξαίρεση και να το εγκαταλείπει και πάλι όταν γίνει κοινός τόπος, κτήμα των πολλών. Συνδέεται συνεπώς με την αλλαγή, το καινούργιο και την εφευρετικότητα.
Εν τούτοις, στην πραγματικότητα η μόδα δεν εισάγει ποτέ κάτι που είναι ουσιωδώς καινούργιο γιατί η αληθινή καινοτομία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και να απορροφηθεί γρήγορα στην πολιτισμική καθημερινότητα. Συχνές είναι αντίθετα οι αναφορές στο παρελθόν ­ σε μόδες που εμφανίζονται ως καινοτόμες ­ ή σε μετασχηματισμούς που είναι ήδη ορατοί σε άλλα πεδία.

Ως δυτικό «προϊόν», η μόδα ακολουθεί τις εξελίξεις της εκβιομηχάνισης και του καταναλωτισμού και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο με παγκόσμιες διαστάσεις που προωθεί την πολιτισμική ομογενοποίηση Ταυτόχρονα, ωστόσο, στο ίδιο πλαίσιο της νεωτερικότητας η μόδα ταυτίζεται με την προώθηση της ατομικότητας μέσω της διάκρισης. Συνεπώς, με έναν αντιφατικό τρόπο, η διαφοροποίηση μέσω της μόδας, που στηρίζει την ανάπτυξη της ατομικότητας, ακολουθείται από τον μιμητισμό προς τον «κανόνα» και την ομοιομορφία που ορίζει η εκάστοτε μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των τζινς τα οποία συνδυάζουν και τις δύο όψεις ­ είναι τόσο ένα «λαϊκό» ένδυμα όσο και ένα «εξαιρετικό». Τα τζινς επιβεβαιώνουν εξάλλου την πολιτισμική σημασία της μόδας στον σύγχρονο κόσμο εφόσον ­ στενά συνδεδεμένα με την αμερικανική πολιτισμική ηγεμονία ­ έφθασαν να συμβολίζουν ουσιώδη στοιχεία του δυτικού καπιταλισμού, όπως ο ελεύθερος χρόνος, η άνεση, η κοινωνικότητα.

Η σύνδεση μόδας και ατομικισμού έχει ως συνέπεια η μόδα αφενός να θεωρείται ένα μέσο αυτοέκφρασης και αναπαράστασης του εγώ και αφετέρου να ικανοποιεί ατομικές επιθυμίες με τη μορφή της δημιουργίας ενός «συμβολικού κεφαλαίου». Η δεύτερη λειτουργία της μόδας έχει αναλυθεί από τον Πιερ Μπουρντιέ, στη γραμμή ανάλυσης που είχε προτείνει ο Θ. Βέμπλεν στο γνωστό βιβλίο του για την «αργόσχολη τάξη» και την «επιδεικτική κατανάλωση». Ο Μπουρντιέ αναλύει τις «στρατηγικές της (κοινωνικής) διάκρισης» με τη βασική αρχή ότι οικονομική δύναμη σημαίνει πρωτίστως και κατ' εξοχήν να μπορεί κάποιος να αποστασιοποιηθεί από την οικονομική ανάγκη. Η προφανής σπατάλη είναι πράγματι ένας τρόπος για να μετατραπεί το οικονομικό κεφάλαιο σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή «συμβολικό» κεφάλαιο. Οπωσδήποτε, θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι «στρατηγικές της διάκρισης» συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την επιδεικτική κατανάλωση και την άσκοπη σπατάλη αλλά και την επιδεικτική αποχή από την κατανάλωση.

Ως προς την πρώτη λειτουργία της μόδας, δηλαδή τη μόδα ως «καθρέφτη του εαυτού», πολλοί αναλυτές, με πρώτο τον Ρ. Μπαρτ, έχουν εισηγηθεί μια δομιστική σημειολογική ανάλυση του ενδύματος ή της «γλώσσας των ρούχων» (σύμφωνα με τον όρο που πρότεινε η Α. Λιούρι). Η δομιστική προσέγγιση θεωρεί ότι σταθερές σημασίες μπορούν να αποκαλυφθούν σ' αυτή την «οπτική γλώσσα». Στοιχεία όπως το χρώμα, το ύφασμα, η γραμμή κ.ο.κ. του ενδύματος ενσωματώνουν στο ένδυμα τις βασικές πολιτισμικές διακρίσεις του κοινωνικού φύλου, της ηλικίας, της κοινωνικής θέσης, της εθνικότητας. Και πριν εξάλλου από τη δομιστική προσέγγιση του ενδύματος, η τεχνική της ανάγνωσης της πολιτικής θέσης ή της ηθικής ενός ατόμου βάσει του τρόπου που ντύνεται ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην ιστορία του γυναικείου κινήματος.

Εν τούτοις, παρ' όλο που το ένδυμα μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για τη συμπεριφορά, παρ' όλο που γίνεται επίσης ένα είδος πολιτισμικής έκφρασης εξωτερικεύοντας τον εσωτερικό κόσμο, και παρά την αναντίρρητη σύνδεση μόδας και κοινωνικής τάξης, η «ανάγνωσή» του γίνεται εξαιρετικά δύσκολη γιατί οι μόδες έχουν ασταθή και αμφίσημα νοήματα, όπου η επιθυμία, η ευχαρίστηση και η φαντασία μπορούν να παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο. Συχνά, εξάλλου, το ένδυμα χρησιμοποιείται όχι για να προβάλει αλλά για να συσκοτίσει την κοινωνική θέση ενός ατόμου ή, επίσης, για να εκφράσει επιθυμίες και προσδοκίες χωρίς να εξασφαλίζει την ικανοποίησή τους. Τέλος, σύμφωνα με την ανάλυση του Μ. Φουκό, χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία «πειθάρχησης» και «χειραγώγησης» του σώματος, κυρίως μέσω της στολής (στρατιωτικής και επαγγελματικής) και της γενικής «κανονικοποίησης» της ενδυμασίας για ειδικές περιπτώσεις, όπως γάμοι, κηδείες και άλλες τελετές.

Η σύνδεση της μόδας βεβαίως με την καταναλωτική κοινωνία, την «εξωτερικότητα» και την «υλικότητα», τα πρότυπα κάλλους, το σώμα, τη γυναικεία ταυτότητα, την άφησε στο περιθώριο της επιστημονικής ενασχόλησης. Η πρόσφατη είσοδός της όμως στον «ναό» του πνεύματος, το μουσείο, θέτει γενικότερα ερωτήματα σχετικά με την «Τέχνη» και το πολιτισμικά σημαντικό, στα οποία θα επανέλθουμε σε επόμενη επιφυλλίδα.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Οι μηχανισμοί της μόδας

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2005
http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=226485
Η μόδα δεν γεννιέται στις πασαρέλες αλλά μέσα από παράξενες και περίπλοκες διεργασίες. Όλα ξεκινούν από τους σχεδιαστές και από την ίδια την κοινωνία.
Το φετινό καλοκαίρι τα λουλούδια είχαν την τιμητική τους στην πασαρέλα, αφού κόσμισαν μέχρι και παπούτσια. Τα κράνη των σκουτεράδων φόρεσαν… αφτιά κούνελου, ενώ τα σχολικά σακίδια γέμισαν Barbie. Οι καουμπόικες μπότες εμφανίστηκαν ξανά στο προσκήνιο. Αήττητη μόδα που την ακολουθούμε πιστά. Ποιοι μηχανισμοί μάς ωθούν να αγοράζουμε τα ρούχα της κάθε σεζόν; Ποιες στρατηγικές ακολουθούν οι σχετικές επιχειρήσεις;
Ντύνομαι, άρα υπάρχω.
Κατ’ αρχάς, από μόνοι μας επιθυμούμε να είμαστε ντυμένοι με τις τρέχουσες τάσεις της μόδας γι’ αυτό ακολουθούμε τις προτάσεις των σχεδιαστών, των ΜΜΕ, ακόμη και των ατόμων του περιβάλλοντός μας. Το ντύσιμο μιλάει για μας^ είναι το πρώτο πράγμα που βλέπουν σε εμάς οι γύρω μας. Καθορίζει την ταυτότητα και τη θέση μας στην κοινωνία, επικοινωνεί το γούστο και τον πλούτο. Αν ντυθούμε ακολουθώντας κατά γράμμα τη μόδα επικοινωνούμε την οικονομική μας δυνατότητα να ακολουθούμε τις τελευταίες τάσεις.
Βέβαια η μόδα προτείνει ένα γενικό στιλ στο οποίο χωρούν πλήθος παραλλαγές. Έτσι ικανοποιεί δύο αντίθετα κίνητρα του ανθρώπου: αφενός τη μίμηση, ώστε να ενσωματώνεται στο σύνολο, και αφετέρου τη διαφοροποίηση, το στιλ της ομάδας και τον πόθο για πρωτοτυπία. Ένα ξεχωριστό αξεσουάρ δίνει την ποθητή ιδέα της προσωπικής μας σφραγίδας. Αντιγράφουμε με μία προϋπόθεση: να είμαστε μοναδικοί. Η ανάγκη να μιμηθούμε για να ενσωματωθούμε εμφανίζεται πιο έντονα στους νέους, οι οποίοι υιοθετούν την ταυτότητα της ομάδας. Έτσι εξηγούνται οι στρατιές των πανομοιότυπων φούτερ και των σακιδίων!

Κι εγώ, όπως η Μαντόνα!
Πώς ένα ρούχο ή ένα αντικείμενο γίνονται της μόδας; Ένας από τους μηχανισμούς του παιχνιδιού είναι η μίμηση ατόμων που υπαγορεύουν το στιλ. Οι ειδικοί το ονομάζουν «φαινόμενο trickle down». Αυτό προβλέπει ότι η μόδα διαχέεται από τις πιο εύπορες τάξεις προς τις κατώτερες. Η ελίτ υιοθετεί ένα στιλ το οποίο μιμούνται οι υπόλοιποι μέχρι να γίνει μαζικό. Κατόπιν, για να διαφοροποιηθεί, υιοθετεί ένα νέο στιλ. Έτσι η μόδα αλλάζει κυκλικά. Αυτός ο μηχανισμός ήταν παραπάνω από προφανής στο παρελθόν. Οι ευγενείς υιοθετούσαν μια μόδα την οποία εν συνεχεία αντέγραφε η αστική τάξη, οπότε για να ξεχωρίζουν άλλαζαν, εγκαινιάζοντας έναν αέναο κύκλο στιλ.
Ο ίδιος μηχανισμός επιβιώνει και σήμερα. Τις τρέχουσες τάσεις της μόδας τις λανσάρει η νέα ελίτ ή οι επώνυμοι, από τους VIP’s έως τους ηθοποιούς ή τους επιχειρηματίες. Αν μια τραγουδίστρια φωτογραφηθεί με ένα συγκεκριμένο τσαντάκι, θα δημιουργήσει τάση. Απτό παράδειγμα η Μαντόνα, η οποία λάνσαρε αμέτρητα στιλ με εξίσου αμέτρητες θαυμάστριες που την αντέγραφαν μανιωδώς. Αλλά και λιγότερο γνωστές καλλιτέχνιδες γίνονται αντικείμενα μίμησης κυρίως από μικρές ομάδες που ταυτίζονται με αυτές. Η μόδα που επιβάλλει την κοιλιά έξω διαδόθηκε στις κοπέλες και υποστηρίχτηκε θερμά από τις αγαπημένες τους τραγουδίστριες. Ο κόσμος της μόδας επανέφερε την τάση που υιοθέτησαν ακόμη και κυρίες. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε την ισχυρότατη επιρροή των ΜΜΕ. Ο Τύπος, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος ισχυροποιούν μια τάση, όπως τα δερμάτινα τζάκετ μοτοσικλετιστή του Μάρλον Μπράντο.

Ο τραγουδιστής πουλάει
Οι εταιρείες ακολουθούν ανάλογους μηχανισμούς για να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τεστιμόνιαλ (testimonial), όπου διάφοροι επώνυμοι ερμηνεύουν τον τρόπο ζωής που επικοινωνεί το εκάστοτε προϊόν. Μια διάσημη ηθοποιός επηρεάζει την αγορά πολυτελών προϊόντων κι ένας dj ή ένας τραγουδιστής το νεανικό στιλ. Στις διάφορες κοινωνικές ομάδες υπάρχουν πραγματικοί οπίνιον λίντερς (opinion leaders) που επηρεάζουν καθοριστικά τη γνώμη των υπολοίπων.

Από τα χαμηλά…
Βέβαια μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Ένας άλλος μηχανισμός είναι το λεγόμενο μπαμπλ απ (bubble up), το στιλ που καθιερώνεται στον δρόμο. Οι σχεδιαστές το επεξεργάζονται και το επιβάλλουν. Ας θυμηθούμε τα φαρδιά, χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Τη χιπ χοπ κουλτούρα των νεαρών Αφροαμερικανών επέκτειναν οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες και δημιούργησαν ένα στιλ με παπούτσια γυμναστικής, καπελάκια, μπλούζες και φαρδιές βερμούδες. Οι νεαροί μαύροι των αμερικανικών μητροπόλεων επεξεργάζονται ένα στιλ πενίας, το οποίο κοστίζει ελάχιστα, και φορούν ρούχα σε μεγαλύτερο νούμερο είτε του μεγαλύτερου αδερφού είτε χρησιμοποιημένα. Αυτή την τάση την αγάπησαν οι ράπερ και αργότερα οι πιτσιρικάδες του σκέιτ μπορντ, από τους οποίους το δανείστηκαν οι σχεδιαστές.
Είναι γεγονός ότι οι εταιρείες προσπαθούν να ελέγξουν τις αυθόρμητες τάσεις τόσο για να προκαταλάβουν τι θα αρέσει όσο και για να εμπνευστούν. Για το λόγο αυτό εμπιστεύονται τους cool hunters, κυνηγούς καινοτομιών, παρατηρητές που απομονώνουν λεπτομέρειες και νέα λουκ. Συχνάζουν σε στέκια της μόδας και παρατηρούν, όπως οι ανθρωπολόγοι, τη συμπεριφορά, τα γούστα, ακόμη και τις νέες τάσεις στη μουσική. Η έμπνευση μπορεί να προέρχεται από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Ιδού η επιτυχία του έθνικ (ethnic)!
Υπάρχει και ένας τρίτος μηχανισμός. Πρόκειται για το τρικλ ακρός (trickle across) ή οριζόντια διάδοση, ένα στιλ που μπορεί να διευρυνθεί μεταξύ ομογενών ομάδων ως κοινωνική τοποθέτηση. Οι επιχειρηματίες της νιού ικόνομι (new economy) εισήγαγαν μια πιο ανεπίσημη εμφάνιση στον χώρο της εργασίας φορώντας αθλητικά παπούτσια ακόμη και στο γραφείο. Επίσης από τον κόσμο του σερφ ή του σνόουμπορντ αναδύθηκαν στιλ -από τα φλούο χρώματα μέχρι το φαρδύ ντύσιμο- τα οποία πέρασαν στη μόδα της πόλης.

Πασαρέλα; Ένα θέαμα…
Βασική προϋπόθεση για να λανσαριστεί μια τάση είναι η εικόνα. Η αρχή γίνεται στις πασαρέλες, πιο σημαντικές για την εικόνα του οίκου παρά για την επίδειξη καθαυτή των ρούχων. Τις περισσότερες φορές παρελαύνουν σύνολα που είναι αδύνατον να φορεθούν και που ποτέ δεν μπαίνουν στην παραγωγή. Τα ντεφιλέ είναι η χαρά των μίντια, αφού γίνεται κουβέντα γι’ αυτά λόγω του θεάματος. Ο σχεδιαστής ή ο επιχειρηματίας γίνονται διάσημοι. Η φήμη τους πρέπει να αντανακλάται στα προϊόντα τους.
Ακόμη και η παραγωγή επηρεάζει τις τάσεις της μόδας όπως το prêt-a-porter. Σύμφωνα με αυτό, κάποιες επιχειρήσεις δεν λανσάρουν μια κολεξιόν ανά σεζόν αλλά τροφοδοτούν την αγορά με νέα μοντέλα, γεγονός που ωθεί τον καταναλωτή να κινείται διαρκώς στα καταστήματα για να ενημερώνεται για τις νέες αφίξεις. Έτσι οι υπεύθυνοι εντοπίζουν τις αναδυόμενες τάσεις της σεζόν όπως και το ποια μοντέλα άρεσαν περισσότερο τις πρώτες εβδομάδες πώλησης. Όλα αυτά επανεξετάζονται για να κατακλύσουν τα καταστήματα. Η νέα τάση εξαπλώνεται και η μόδα γίνεται μαζική.

Πολλά αντίγραφα στην αγορά
Το αποτέλεσμα είναι προφανές. Τα διάφορα στιλ φτάνουν ακόμη και στις λαϊκές αγορές. Οι τάσεις όπως τα χρώματα της σεζόν καθορίζονται πολύ καιρό πριν καθαρά για τεχνικούς λόγους. Πρώτον, τα υλικά και τα χρώματα τα προαποφασίζουν οι παραγωγοί ινών. Για να κατακλύσουν όλα τα καταστήματα με ροζ ή πράσινο, η επιλογή πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο χρόνια πριν.
Αρκεί να παρουσιάσουν κάτι καινούριο, για να κάνουν τους καταναλωτές να το αγοράσουν. Έχουμε ανάγκη από νεωτερισμούς. Το καινούριο ενεργοποιεί το ενδιαφέρον μας και η μόδα υποβοηθά αυτή την ανάγκη προτείνοντας πράγματα διαφορετικά. Τα παντελόνια-καμπάνες της δεκαετίας του 1970 εξαφανίστηκαν επειδή θεωρήθηκαν πανάθλια, όμως επανέκαμψαν δριμύτερα.
Οι επιχειρήσεις προτείνουν νέα προϊόντα σε ρυθμό ολοένα και πιο γρήγορο. Τα ρούχα δεν τα φοράμε πια όχι επειδή χάλασαν αλλά γιατί δείχνουν παλιομοδίτικα. Με το σκεπτικό αυτό οι καταναλωτές αγοράζουν διαρκώς καινούρια. Από τα ΜΜΕ φτάνουν μηνύματα στα οποία δηλώνεται ότι είναι καλό να ανανεώνουμε την γκαρνταρόμπα μας. Όσο περισσότερο ακολουθούμε τις τάσεις τόσο περισσότερο είμαστε επιτυχημένοι και δείχνουμε το καλό μας γούστο. Το να είναι κάποιος στη μόδα έγινε πια αξία.

Καθρέφτης τάσεων
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, οι διαφημιστές του προϊόντος πρέπει να μαντέψουν τις απαιτήσεις της κοινωνίας εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ένα στιλ γίνεται της μόδας, δηλαδή υιοθετείται από πολλούς, όταν εκφράζει την κοινωνική ταυτότητα της στιγμής. Ας σκεφτούμε τα τζιν. Από ένδυμα των εργατών, έγιναν τα ρούχα των επαναστατημένων νέων του 1960, μια αληθινή αντιμόδα! Σήμερα η κοινωνική ταυτότητα είναι πολύ πιο κατακερματισμένη. Αντί για ένα κυρίαρχο στιλ- αναγνωριστικό σημάδι υπάρχουν πολλές αποχρώσεις. Όσο για τα τζιν, οι στιλίστες τα επεξεργάστηκαν και τα μετέτρεψαν σε ακριβούς πρωταγωνιστές.
Ο στιλίστας έχει τη δύναμη να προτείνει ένα πρωτότυπο στιλ και να το διαδώσει. Γενικά, μια τάση έχει επιτυχία αν αντανακλά τις επιθυμίες. Για παράδειγμα, επιστρέφουν ρούχα πιο κομψά, με μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα των υλικών. Αυτό αντανακλά την ανάγκη ασφάλειας, την αναζήτηση ταυτότητας ακόμη και στη δουλειά. Βγήκαμε από την περίοδο κατά την οποία η μόδα υπήρξε εκκεντρική, με δαντέλες, τρύπες ή λεοπάρ υφάσματα, το στιλ των VIP’s. Η άκρατη επίδειξη της δεκαετίας του 1980 έδωσε τη θέση της στον μινιμαλισμό της δεκαετίας του 1990, ο οποίος αντανακλούσε την οικονομική κρίση και την επιστροφή στην απλότητα. Ακολούθησε ένας άλλος κύκλος με υπεραφθονία χρωμάτων, για να μην ξεχνάμε ότι μόδα είναι και γυρίζει…

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Ο ρόλος της μόδας στην ψυχολογική διαμόρφωση του ατόμου (individual)

Από την Ντένη Βαχλιώτη
(Απόσπασμα από το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Le Monde». Το άρθρο προέκυψε και οφείλεται στην ιστορική αναφορά του Ανατόλ Φρανς σχετικά με τη μόδα και είναι αποτέλεσμα μικροσκοπικής μελέτης ενός και μόνο τεύχους της «VOGUE», 1984. Η «Βιβλιοθήκη-Καταφύγιο θηραμάτων» το καταχωρεί με την πρέπουσα τιμή.)
Λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του ο Ανατόλ Φρανς είχε πει: «Αν ήταν δυνατόν -εκατό χρόνια μετά το θάνατο μου- να διαλέξω ένα βιβλίο, θα προτιμούσα να διάλεγα ένα περιοδικό μόδας- για να δω πώς ντύνονται οι γυναίκες. Γιατί αυτό ακριβώς το ντύσιμο των γυναικών θα μου πει περισσότερα πράγματα για την κοινωνία από όσα θα μου έλεγαν όλοι οι φιλόσοφοι και θεολόγοι».
* * *
Αυτό βέβαια μπορεί να μας φανεί εκκεντρικό, αλλά ο Ανατόλ Φρανς είχε δίκιο, γιατί στην έννοια ΚΟΣΤΟΥΜΙ υπονοείται ένα σύνολο που εμπεριέχει όχι μόνο το ρούχο, το χρώμα του, το STYLE (στιλ) του, αλλά και τα GESTES (χειρονομίες), το ύφος, τις εκφράσεις, τις συμπεριφορές και την ALLURE (σαγήνη) που το συνοδεύουν.
Το ΚΟΣΤΟΥΜΙ λοιπόν είναι η αισθητική πανοπλία μέσα από την οποία συντηρούνται και εξαπολύονται όλοι οι ηθικοί, κοινωνικοί, ιδεολογικοί κανόνες και προτάσεις.
Το κοστούμι είναι το τοτεμικό σύμβολο στο οποίο υπάρχει μια υπονοούμενη αναφορά στους θεσμούς, στα ήθη, στα πάθη, στις δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, στις φαντασιώσεις και ενοράσεις, στις κατακτήσεις και πεποιθήσεις, στα αποφθέγματα, στις ιδιαιτερότητες, στην ηθική φύση, στην οικονομική δομή, στην πολιτική φυσιογνωμία ενός προσώπου, ενός λαού μιας χώρας, του κόσμου όλου, μιας ιστορικής στιγμής.
Το κοστούμι λοιπόν δεν είναι η γραφή μιας σύνθεσης συναρμολογημένων προϊόντων της τεχνολογίας, αλλά η επιλογή των προϊόντων της τεχνολογίας σκηνοθετημένα έτσι ώστε να αποτελούν μια κραυγή, ένα μήνυμα, ένα σήμα.
Δεν είναι η ρεαλιστική απεικόνιση μιας κατάστασης, είναι η ποιητική διάσταση μιας συγκεκριμένης REALITE (πραγματικότητας).
Ετσι το κοστούμι μπήκε στον κόσμο των συμβολισμών που επικρατούν στις θρησκείες, στα είδωλα, στη μαγεία.
Ετσι το κοστούμι έγινε μέρος της ιεροτελεστίας του θεάματος.
Το κοστούμι κι εγώ είμαστε κοινά συνδεδεμένοι, είμαστε COMPLICES (συνένοχοι) και θύματα σ' ένα κοινό μπαρκάρισμα μιας εξωτερικά αφηρημένης προπαγάνδας.
Το κοστούμι μου είναι η αποδεκτή λειτουργία της επιλογής μου μέσα από την οποία πραγματοποιείται η εκλογή μιας ορισμένης μορφής του κόσμου. Διαλέγοντας τον εαυτό μου, διαλέγω τον κόσμο, είπε ο Σαρτρ. Το κοστούμι είναι η επιλογή μου και η επιλογή μου είναι πολιτική πράξη.
Η μανία του μασκαρέματος -γιατί πρόκειται περί μανίας- και η DECORATION (διακόσμηση) με την έννοια της διάκρισης αλλά και της παρασημοφορίας δούλεψε πάντα σαν παραισθησιογόνο, σαν αυτοπαρασημοφορία, αλλά και σαν μέσο επιβολής. Ετσι, το κοστούμι αποτέλεσε μία από τις μορφές που πήρε η τεχνική της επιβολής.
Ο κόσμος είναι «ενδυματολογημένος» με τη θεατρική έννοια της φιλοτέχνησης. Το κοστούμι λειτούργησε «ενδυματολογικά» παραστασιακά με την έννοια της θεατρικής παράστασης. Ανταποκρίθηκε στην πόζα του ρόλου που ο άνθρωπος επέλεξε ή αναγκάστηκε να παίξει. Ανταποκρίθηκε στην παράσταση που ο άνθρωπος επιλέγει ή αναγκάζεται να δίνει.
Το όνειρο της ταυτότητας να είμαι κάποιος -η αγωνία της διάκρισης, τόσο στον κοινωνικό χώρο όσο και στον ερωτικό αγώνα- υπάρχει πίσω από κάθε έντεχνα χτισμένη, οικοδομημένη ανατομικά και ψυχολογικά, πρόταση της μόδας.
Αυτή λοιπόν η από καταβολής κόσμου αρχέγονη αγωνία του ανθρώπου και η ματαιοδοξία του δημιούργησαν μία από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες ίσως βιομηχανίες του κόσμου.
Μετατρέποντας αυτές ακριβώς τις αρχέγονες αγωνίες του ανθρώπου σε «στολές», η μόδα έγινε ο μοχλός γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί, οι τονισμοί του κατεστημένου και της αγοράς.
Σ' αυτές τις «στολές» υπάρχει μια τεράστια πολιτιστική -συνειδητή και κατευθυνόμενη- επένδυση μέσα από τη μόδα.
Κάθε άνθρωπος, λίγο ή πολύ, υπόκειται στον κοινωνικό φόβο του «τι φοριέται». Το «τι φοριέται» είναι το ευαίσθητο βαρόμετρο του φόβου αυτού. Μέσα στο «τι φοριέται» υπάρχει μία φυγή στην ασφάλεια της πλειονότητας, στην ασφάλεια που μας δίνει το καπέλο της έγκρισης του κατεστημένου, στην κάλυψη κάτω από την εγγύηση του «καθιερωμένου», του «παραδεδεγμένου», της αυθεντίας.
Με τη λέξη MANNEQUIN (μανεκέν) δεν εννοούμε τον επαγγελματία αλλά τον πιστό που το φοράει, δεν έχουμε έναν παθητικό οργανισμό αλλά έναν άρρηκτα συνυφασμένο μεταβολισμό που οικοδομείται. Μπαίνοντας στο κοστούμι μου, στην πόζα του κοστουμιού μου, όπως ο ηθοποιός μπαίνει στον ρόλο, είναι ένα πρότυπο ζωής που του προτείνεται, ένα MENU (μενού) συμπεριφορών (ATTITUDES) που πρέπει να αφομοιωθεί και είναι αυτό που φοριέται συνειδητά ή ασυνείδητα. Ετσι θα δικαιωνόταν η λαϊκή σοφία: «Το ράσο κάνει τον παπά».
Η μόδα απευθύνεται σ' αυτόν που δεν διαφωνεί με την κοινωνική του ομήγυρη, σ' αυτόν που προσπαθεί να εισπράξει το MAXIMUM (μέγιστο) που προσφέρει αυτή. Δηλαδή, αποτείνεται σε όλους, εκτός του διανοούμενου, του αντίκοσμου των CLOCHARDS (κλοσάρ) και των εξεγερμένων.
Σ' αυτό τον κόσμο, σ' αυτό τον πολιτισμό τον δικό μας, όπου οι μύθοι και τα τυπικά συμβολίζουν μια αιτία, μια αξία, μια στάση πολιτιστική, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι μόνο του μοντέλου, αλλά και η ισχυροποίησή του, η εγκαθίδρυσή του.
Η μόδα εγκαθιδρύει είδη λατρείας
Μέσα από τις τελετές της σκηνοθετεί το LANGUAGE, τη γλώσσα των μύθων. Στο σχέδιο ενός κοστουμιού το μήνυμα αποκρυσταλλώνεται σύμφωνα με μια οφθαλμοφάνεια που δεν είναι λογική, αλλά με μια ένταση δραματική με τη θεατρική έννοια, η μόδα μας μπάζει στο δικό της σύμπαν (UNIVERS).
Είναι ένα UNIVERS (σύμπαν) που δεν μοιάζει με τίποτα. Η μόδα δοξολογεί την πρόταση. Η μόδα μετατρέπει την πρόταση σε γιορτή.
Η μόδα στρατεύτηκε. Ούτε καν έθεσε ποτέ το ερώτημα της Τέχνης, στρατευμένη ή όχι.
Η μόδα είναι στρατευμένη και συνυφαίνεται και αναπτύσσεται με μια καρδιά που χτυπάει στον ρυθμό όχι των γεγονότων αλλά των στάσεων που παίρνει ο άνθρωπος απέναντι στα γεγονότα.
Αδιάφορο ή ουδέτερο στη μόδα δεν υπάρχει. Σήμερα η μόδα εξελίχθηκε σε μια ROCK OPERA (ροκ όπερα) που εγκαθιστά είδη θεάτρου αλλά και ρόλους, σαν τα παιχνίδια που παίζονται στις συναναστροφές. Οι ήρωές της δεν ενδιαφέρονται να φτάσουν πουθενά. Μπαίνουν σε παροδικές συγκινήσεις χωρίς καμιά ιστορική σύνδεση.
Τα SERIALS (σίριαλ) εκτοξεύονται με δονήσεις, προβολές, με τα STARS, τα αστέρια τους, με τα MODELLES VEDETTES, μοντέλα βεντέτες της, με τις πρεμιέρες της, με τις γιορτές της, με τις παραστάσεις. Με παιάνες και δοξολογίες, με έναν κατακλυσμό από επίθετα και υπερθετικά, με μια ρητορική δοξολογική, εμφαντική και στομφώδη -με μια ποίηση που φτάνει στο ντελίριο- ανοίγει τις πόρτες του φανταστικού στο θάμπωμα, στον υπέροχο κόσμο της, στον κόσμο του θαύματος.
Ολος ο αγοραστικός κόσμος συντονίζεται με μια γρήγορη διαδικασία ομοιοποίησης προτύπων διαφόρων ομάδων. Σε κάθε τέτοιο πρότυπο που προτείνεται δημιουργείται μια συμπεριφορά αλλοτριωμένων τάξεων που υιοθετούν τη χειρονομία που προκάλεσε το MODELLO (μοντέλο) και εδώ επάνω δουλεύουν οι μαζικές πωλήσεις αλλά και οι μαζικοί υπνωτισμοί που το καταξιώνουν.
Ετσι η μόδα μπήκε στη χορεία των κρυφών δεσποτισμών.
Στηριζόμενη λοιπόν τόσο στις τρέχουσες αυτές πολιτιστικές θέσεις και απόψεις όσο και στους νόμους της κατανάλωσης και στη διάστασή μας του «τι φοριέται», η μόδα φτιάχνει τη δική της μυθολογία, τα δικά της SCENARIA (σενάρια).
Ο σχεδιαστής είναι η ψυχή της μόδας, είναι ο πρεσβευτής της φιλοσοφίας της, ο προπαγανδιστής της, ο στιχοπλόκος της, ο ποιητής της. Παίζει τον ρόλο του μύστη αλλά και του σκηνοθέτη. Είναι αυτός που κρατάει το μαγικό στοιχείο υπό έλεγχο.
Ο «MAITRE» (μετρ) θαυματοποιός συνθέτει, εξαπολύει και προβάλλει στα πέρατα του κόσμου τυποποιημένες εικόνες CLICHES (κλισέ) έτσι που εκατομμύρια άτομα βλέπουν τις ίδιες συμπεριφορές CLICHES (κλισέ) σαν να ήταν γραμματόσημα, με αποτέλεσμα διαφορετικοί άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους να μετατρέπονται σε πανομοιότυπα. Αυτή η τυποποίηση είναι που επιδρά στο άτομο. (Από δω ξεκινάει μία από τις βασικότερες παραμέτρους της παγκοσμιοποίησης).
Εβγαλε, λέει, ο YVES SAINT LAURANT (Υβ Σεν Λοράν) «συνθέσεις φολκλορικές, σαλβάρια, μπουφάνς ρώσικα: Εβγαλα γεύσεις εξωτισμού BARROQUE (μπαρόκ)».
«Μια νύχτα, λέει, νύχτα λάμψης ανατολίτικου σαράι με σαλβάρια κεντημένα με μαργαριτάρια φορεμένα από αληθινές σουλτάνες με το πρόσωπο σκεπασμένο πίσω από μάσκες, με φτερά εξωτικά και στοιβαγμένες πολύτιμες πέτρες».
Ο σχεδιαστής αυτός είχε επίγνωση του εορταστικού και του θεάματος!
Ντυνόμαστε λοιπόν γραμματόσημο modello (μοντέλο) χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι μπήκαμε ήδη στο έργο, ότι παίζουμε ήδη την παράσταση, ότι φερόμαστε σαν το μοντέλο του οποίου γινόμαστε το πρότυπο, στρατιώτης του αλλά και μαχητικό του στέλεχος συγχρόνως.
«Αν θέλουν τελικά οι γυναίκες να είναι αυτό που ο YVES SAINT LAURANT (Υβ Σεν Λοράν) τις ήθελε να είναι, είναι ότι το ξέρουν και εν γνώσει τους διαλέγουν να είναι αυτό που ο YVES (Υβ) ζητάει από αυτές».
«Εδώ στηρίζεται η δύναμη του σχεδιαστή» έλεγε η FRANCOISE SAGAN (Φρανσουάζ Σαγκάν).
Το μοντέλο τελικά θα αντιγραφεί και θα ενσωματωθεί σαν τύπος συμπεριφοράς όλου του πληθυσμού. Θα γίνουμε ο καθολικός λόγος της κοινωνικής μάσκας, του κοινωνικού ρόλου, από όπου οι επιθυμίες γίνονται πια κατευθυνόμενες.
Με αυτή την έννοια η μόδα γίνεται και είναι «σημαίνον ενός πολιτισμού» κατά τον ROLLAND BARTHES (Ρολάν Μπαρτ).
Αλλά πόσο το ξέρουμε ποιος το καθόρισε αυτό; Ομως εκείνο που ξέρουμε σίγουρα είναι ο κατακλυσμός των πωλήσεων αλλά και τα εκατομμύρια γυναικών - αντίτυπα όλων αυτών των εξωφρενικών προτάσεων.
Τώρα, τι προτείνουν οι «προσανατολιστές» της μόδας!
Κατ' αρχήν η μόδα τα προτείνει όλα και αμέσως, απορρίπτοντας τις μακροχρόνιες αλλαγές... Ομως γιατί τόση αναρχία -από το μίνι στο σαλβάρι και από το σαλβάρι στο unisex- γιατί τόση σύγχυση, γιατί αυτός ο χορός των μεταμφιεσμένων.
Στην εποχή μας ο άνθρωπος ο ίδιος είναι σε σύγχυση με τη νομική έννοια. Η μόδα όχι μόνο εκφράζει αυτή τη σύγχυση, αλλά και την τρέφει.
Είναι άχρηστο να σκεφτούμε ποιο σχήμα μας αντιπροσωπεύει χωρίς να σκεφτούμε πού στοχεύει ο άνθρωπος σήμερα - ηθικά, ιδεολογικά, ταξικο- οικονομικά. Δεν υπάρχουν καθορισμένα σχήματα έστω και προσωρινά όπως, π.χ. η POMPADOUR. Η Μαντάμ Πομπαντούρ ήταν η γυναίκα του ROCOCO (ροκοκό). Τέλεια ταύτιση μορφής και περιεχομένου. Τα σύνορα, τόσο τα γεωγραφικά όσο και τα ιδεολογικά, γίνονται όλο και πιο ρευστά καθημερινά. Οι εθνικισμοί τουριστικοποιούνται, οι πληθυσμοί πηγαινοέρχονται σε τέτοια έκταση, που κάθε μέρα γινόμαστε όλοι κάτι λίγο από όλα -χάνεται έτσι όλο και πιο πολύ κάτι από αυτό που ήμασταν.
Η γυναίκα, ας πούμε -ποια γυναίκα;- ψάχνει τον εαυτό της, μα δεν τον βρίσκει. Μεταξύ της ερεθίστριας ALLUMEUSE, ανάφτρα - είδος παρακμιακό και ανεπαρκές, της γόησσας που δεν τολμάει να τη διεκδικήσει ανοιχτά, της μοιραίας που αγγίζει την καρικατούρα, του φεμινισμού που την τρομάζει και την πλήττει, στην οικογένεια που δεν τη φτάνει πια, στον πολιτισμό που δεν είναι ακόμα εξοπλισμένη (δεν μιλάμε για την Curie) δεν έχει καθορισμένο σχήμα.
Ο άνδρας -μεταξύ machismo, μεταξύ πρότυπου εραστή, είδος υπό εξαφάνισην- μεταξύ της φιλοσοφίας της υπεροχής του πατριάρχη και της ποδιάς της κουζίνας αμερικανικής προελεύσεως τα 'χει χαμένα και καταποντίζεται από τη φεμινίστρια, την ανεξάρτητη, την απελευθερωμένη.
Οι νεολαίοι
Αυτοί που η εφηβεία τους έχει περάσει από τους καταυλισμούς της ROCK (ροκ), του παραισθησιογόνου, της ταχύτητας -που θέλουν να τονίσουν την παρουσία τους, αλλά και τη διαμαρτυρία τους- την επανάσταση που έμεινε στην εξέγερση. Αυτοί που ξεφαντώνουν με τρομακτικά χορευτικά, που τρέφονται με τη σεξουαλική τεχνολογία κόντρα στο free sex, που τραγουδάνε σαν τις γάτες, που χτενίζονται σαν αρνιά, που βάφουν τα μαλλιά τους καροτιά και κόκκινα σαν τον Εωσφόρο, που μιμούνται τα ζώα, που μακιγιάρονται τέρατα, που ντύθηκαν cartoons, που ντύνονται πτώματα, που ντύθηκαν έντομα, σκουλήκια, κάμπιες, που ντύνονται κατάδικοι, ευνούχοι, βασανιστές, κυρίαρχοι, ΝΑΖΙ (ναζί) που παραδίδονται στη γοητεία του θανάτου και σφαδάζουν σε σαδιστικο-μαζοχιστικές επιδεξιοτεχνίες (virtuositees). Γι' αυτούς η μόδα, η σύγχρονη μουσική και ο θόρυβος έγιναν οι κυριότεροι τροφοδότες της κουλτούρας τους.
Οι μικρομεσαίοι -το μεγαλύτερο αγοραστικό κοινό- είναι ο κόσμος του μαζικού pret a porter. Από το ρούχο της δουλειάς στο ρούχο των διακοπών - είναι ο κόσμος των διακοπών, των ταξιδιών των groups (γκρουπ) της τουριστικής ιδεολογίας των εθνικών φολκλορικών επιρροών.
Ολον αυτό τον κόσμο τον χαρακτηρίζει μια διάθεση φυγής -φυγής στο όνειρο, στη νοσταλγία, σε οτιδήποτε του δίνει την ευκαιρία να το σκάσει από την πραγματικότητα. Και εδώ ακριβώς η μόδα προσφέρει αριστοτεχνικά τα επιτρεπτά standards (στάνταρ) φυγής στο όνειρο, στο θάμπωμα - από το παρελθόν, αναπολήσεις χαμένων παραδείσων μέχρι διαστημικές εξορμήσεις προς εξεύρεση αγνώστων παραδείσων.
Σ' αυτά τα όνειρα, η μόδα αντιπαραθέτει μια δειγματογραφία «στολών» ολόκληρης της εξέλιξης του είδους από την εποχή που ήταν ανόργανη ύλη -νύμφη- μέχρι το ανθρωπάκι του διαστήματος, τον Ε.Τ. Προτείνει μορφές της εξέλιξης της βιολογίας πριν από την εμφάνιση της συνείδησης. Εδώ προβάλλει μια τεράστια γκάμα «στολών» από την εντομολογία σε ζουγκλοειδή ανθρωποειδή.
Προτείνει επιστροφή στις ρίζες - πίσω στους πρωτόγονους, τότε που ο άνθρωπος φόρτωνε την αγωνία του στους θεούς, στα είδωλα. Βιομηχανοποιούνται, τουριστικοποιούνται, εκλαϊκεύονται όλα τα ΤΟΤΕΜ και τα ΤΑΜΠΟΥ και τα σκιάχτρα όλων των θρησκειών και όλων των πανικών.
RETRO στο RETRO (ρετρό) -αναδρομή σε άλλες εποχές της ιστορίας από τη Γένεση και εντεύθεν- σε εποχές ασφάλειας και μεγαλοπρέπειας, glamour και κεφιού, έρωτα και ερώτων, ομορφιάς και κατανάλωσης.
ΜΙΝΙ στο ΜΙΝΙ της νοσταλγίας στην παιδική ασφάλεια και θαλπωρή της οικογενειακής φωτογραφίας που μας ετοίμαζε μια ζωή που θα τη διανύουμε κυνηγώντας πεταλούδες και παίζοντας τόπι.
Από το ΜΙΝΙ -στις στολές των φολκλορικών εθνικών εξωτισμών των γεωγραφικών ονείρων της τουριστικής ιδεολογίας των μικρομεσαίων- μέχρι τις σαδομαζοχιστικές εκκεντρικότητες της sophistication της ενοχής. Από καρφιά, χαλκάδες, φετίχ, μαστίγια, ματωμένα maquillage (μακιγιάζ) φυσικής αποσύνθεσης, νεκρικές μάσκες, μέχρι όλα τα σύμβολα πίστης σε αυτοβασανισμούς μέχρι εξοντώσεως.
Το αποτέλεσμα, εκατομμύρια αντίτυπα του πληθυσμού να υπηρετούν όλες αυτές τις εξωφρενικές συνθέσεις.
Τελικά, ο άνθρωπος μπήκε σ' έναν πανζουρλισμό μεταμφιέσεων αγκομαχώντας να φτάσει ένα ένα τα προτεινόμενα πρότυπα, έτσι ώστε να αποτελέσει ο ίδιος το πρότυπο αυτής της σύγχυσης και η μόδα, μαζί με τη διαφήμιση, να γίνει ο κυριότερος υποστηρικτής των φιλοσοφιών της λήθης, πιο ανακουφιστικές και πιο σκασιαρχικές σαν στάσεις ζωής.
Και εδώ προκύπτει αναπόφευκτα ένα βασικό ερώτημα ή μάλλον μια διαπίστωση:
Γιατί αυτές οι στολές μάς φαίνονται σαν μεταμφιέσεις αποκριάτικες;
Γιατί παρόλο που συνηθίζουμε στις εκκεντρικότητες της μόδας, όταν, π.χ., βλέπουμε στις collection (κολεξιόν) τις «σουλτάνες με τα σαλβάρια στοιβαγμένα με πέρλες και το πρόσωπο κρυμμένο με κάσκες και φτερά» μας φαίνεται ότι το mannequin, μανεκέν δεν είναι συντονισμένο με την εικόνα;
Γιατί μας φαίνεται ότι είναι έτοιμη για το καρναβάλι;
Γιατί υπάρχει απόλυτη ρήξη μορφής και περιεχομένου - γιατί η γυναίκα σήμερα με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συμπεριφερθεί σαν γυναίκα που κυκλοφορεί με σκεπασμένο το πρόσωπο. Δηλαδή, η πολιτιστική επένδυση δεν είναι δυνατή παρά μόνον εφόσον η μορφή και το ιδεολογικο-ψυχολογικό περιεχόμενο δεν είναι σε ρήξη.
Κάθε κοστούμι, μα κάθε κοστούμι, έχει τη μυθολογία του.
Για να βρει κανείς τον συμβολισμό ενός ρούχου -για να το εξηγήσει, τη μυθολογία του- πρέπει να βρει τις πρωταρχικές ανάγκες που το δημιούργησαν. Δηλαδή, το σαλβάρι αναδύθηκε και ανταποκρίθηκε μέσα στις ανάγκες ενός ερωτικού κώδικα των χαρεμιών με άλλες πίστεις, με άλλα τελετουργικά που η γυναίκα που το φορούσε στον συγκεκριμένο χώρο ήταν προϊόν ψυχολογικό όλων αυτών. Υπήρχε μια απόλυτη ταύτιση συμπεριφοράς με τη λειτουργία του κοστουμιού.
Στην εποχή του ελεύθερου, αδέσμευτου, γρήγορου έρωτα και των αντισυλληπτικών, ένα σαλβάρι-σύμβολο μιας εθιμοτυπίας ερωτικών διεγέρσεων που στηριζόταν σε μια μακρόσυρτη λειτουργία εθιμοτυπικών διαδικασιών της πρόκλησης μεν αλλά της εις το απώτατο άκρο αναμονής σε μια ρυθμισμένη στιγμή παράδοσης -η πρόταση μοιάζει χωρατό- αλλά ένα χωρατό που φτάνει στην καρικατούρα.
Μια σημερινή δυτική γυναίκα τι σχέση μπορεί να έχει με αυτές τις μνήμες - που ούτε η σύγχρονη Τουρκάλα δεν έχει πια. Που μπορεί να το πάει το σαλβάρι σήμερα στην discoteque (ντισκοτέκ) να χορέψει μόνη ή το πολύ πολύ να προχωρήσει, αν δεν βαρεθεί, σε καμιά «επιτάχυνση του ερωτικού ξεπετάγματος του μίνι»1 του 1982. Ή θα παίξει την παράσταση την ερωτική της μυθολογίας του σαλβαριού στον σημερινό κόσμο τον τόσο κατακλυσμένο από τόσο πλαστικό. Οσο και το σαλβάρι να φορεθεί με πάθος και φανταστική ταύτιση στην καθημερινή ρουτίνα και σε τόση απομυθοποίηση, το όνειρο δεν φτάνει στην πίστη.
Οτι κάθε μοντέλο μπορεί να αποτελεί ένα υπέροχο έργο τέχνης δεν σημαίνει ότι εμείς δεν βρισκόμαστε σ' έναν χώρο που δεν αναγνωριζόμαστε, σ' έναν χώρο που δεν ταυτιζόμαστε μαζί του.
Και το πρετ-α-πορτέ των μικρομεσαίων με τους μεγάλους τυποποιητές του είναι το μεγάλο επίτευγμα του αιώνα στην ιστορία και τη φιλοσοφία της μόδας. Παρόλο που έφθασε τους τουριστικούς εξωτισμούς σε μαζική παραγωγή διεθνούς βεληνεκούς, κατάφερε να κρατήσει σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργικότητα του ρούχου με το ύφος της εποχής μας, με τις ταχύτητές μας, με τις ανάγκες μας. Το παντελόνι, το σακάκι, το πουκάμισο... Το PRET-Α-PORTER (πρετ-α-πορτέ) όλα αυτά είναι το μεγάλο επίτευγμα του αιώνα στην ιστορία της μόδας της εποχής μας -μας αντιπροσωπεύει, λειτουργεί μαζί μας με τις ταχύτητές μας, με τις ανάγκες μας.
Αντίθετα, η HAUTE COUTOURE (υψηλή ραπτική) όμως, με τους μεγάλους εξειδικευτές της μέσα από απόπειρες και τάσεις άστοχες, άναρχες και αυτοαναιρούμενες και άμεσα αντιφατικές, αυτοηδονιζόμενη με μια ρητορική εκκωφαντική που δεν έχει αλλάξει από το 1920, καταφεύγει σε θολές, νοσταλγικές, απελπισμένες προσπάθειες επιστροφής και συντήρησης της ιδεολογίας της μόδας της εποχής του POIRET (1910-20). Το παρανοϊκό σήμερα είναι ότι η μόδα και εμείς προσπαθούμε να ταυτιστούμε με εικόνες και μυθολογίες που ανταποκρίνονται σε συμβολισμούς που δεν λειτουργούν στην εποχή μας.
Είναι μέρος μιας παράστασης που την παίζουμε και δεν την πιστεύουμε.
Είναι μια πολιτική στην οποία είμαστε συνένοχοι, συμμέτοχοι, μέτοχοι και θύματα.
Ναι, και όσο παρανοϊκά να μοιάζουν όλα αυτά, η πολιτική αυτή της μόδας επιβιώνει περίτρανα μάλιστα παρ' όλα τα φεμινιστικά κηρύγματα, τις γυναικείες οργανώσεις, τις σοσιαλιστικές εξάρσεις, με την ευλογία του κράτους -των καλλιστείων- σαν θριαμβική επικύρωση του ηθικού δικαίου, της δημόσιας τάξης, και σαν μοντέλο που αντιπροσωπεύει τον κόσμο σήμερα.
Επιβιώνει δε τόσο περίτρανα ώστε: «Η μόδα αποτελεί τον παράγοντα-κλειδί του πλούτου του έθνους» λένε οι Αγγλοι.
Οσο για τους Γάλλους...
Η κυβέρνηση έδειξε εξαιρετική «κατανόηση» και «ευαισθησία» στην οικονομική και πολιτιστική σημασία της μόδας».
Επικυρώνοντας τη δόξα της, εγκαθιστώντας τα καλλιστεία της στους κήπους του Λούβρου.
Αυτό συνέβη για πρώτη φορά το 1984, όπου και υπό την αιγίδα της κυβέρνησης ανέδειξε ότι η μόδα ήταν η δεύτερη σε σειρά πηγή εθνικού εισοδήματος μετά τη βαριά βιομηχανία. Και υπό την αιγίδα της κυβέρνησης -με κοσμική φροντίδα δεξιώσεων και εκδηλώσεις κύρους και αίγλης βερσαλλιακών διαστάσεων, αποκαθηλώθηκε η μόδα στην «Ουράνια αψίδα της». Ανακηρύξανε το Παρίσι σε παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας και η μόδα καθιερώθηκε και παρασημοφορήθηκε σαν πολιτιστικό στοιχείο «εθνικού γοήτρου» - και η μόδα πήρε για πρώτη φορά στην ιστορία της την επίσημη κρατική αναγνώριση εθνικού γοήτρου. Περίτρανη απόδειξη επί των ημερών μας, η καθιέρωση και αποδοχή της κ. Κάρλα Μπρούνι, πρώην επιτυχημένου μοντέλου και σούπερ σταρ του χώρου της μόδας, ως πρώτης κυρίας της Γαλλίας.
Ο Jacques Lang επικυρώνει θριαμβικά το profile (προφίλ) της μόδας χαρακτηρίζοντάς τον σαν «μία εξόρμηση πολιτικο-πολιτιστική, η οποία προϋποθέτει την ενεργοποίηση της βιομηχανίας, της στρατηγικής, τη δωροθέτηση, την προπαγάνδα, τη διαφήμιση».
«Το γοητεύειν δεν είναι accesoire (αξεσουάρ)».
«Το γοητεύειν περνάει από τη γυναίκα».
«Ολα περνάνε από τη γυναίκα».
«Εμποροποιείστε, επενδύστε στη γυναίκα τη γοητεία».
Ετσι, μέσα από φεστιβάλ εξαιρετικής πολυτέλειας όπου αναιρείται ο παραδοσιακός ρόλος του άνδρα και της γυναίκας, μέσα από την παγκόσμια κατακραυγή κατά της πατροπαράδοτης θηλυκότητας που μετέτρεψε τη γυναίκα σε «σκεύος ηδονής» για να μεταχειριστούμε τον όρο των φεμινιστριών τώρα και από εδώ το Παρίσι με μια καταιγιστική παραληρηματική ρητορική το μανιφέστο της μόδας, πιστό στις επιταγές του τότε υπουργού Πολιτισμού, εκτόξευσε τη «θηλυκότητα», την παντοδύναμη και προφανώς αιώνια θηλυκότητα.
Και η γαλλική υψηλή ραπτική HAUTE COUTURE κραυγάζει τον θρίαμβο της «Γυναίκας-όνειρο» της «Γυναίκας-Σειρήνα», της Γυναίκας-«Γυναίκα», της Γυναίκας-«πολύ γυναίκα», της γυναίκας-«ολοκληρωτικά Γυναίκα».
«Η Γυναίκα του φθινοπώρου 1984 έρπει μέσα σε συννεφιασμένες ατμόσφαιρες θολές, τυλιγμένη μέσα σε παλτά μακριά, πολύ μακριά, κουκουλωμένη στις ZIBELENES (ζιμπελίνες), το βλέμμα σκοτεινό, οι RENARDS, ρενάρ αλεπούδες ανεμίζουν γύρω της... και όλα είναι μυστήριο»!
Ναι, ναι, ακριβώς έτσι περιγράφεται η φθινοπωρινή κυρία του 1984.
«Ζήστε τη θηλυκότητά σας μέσα στον θρίαμβο του υπέροχου».
«Αφομοιωθείτε στο μυστήριο και στο όνειρο».
«Ενσωματωθείτε στη θηλυκότητα που ανοίγει τις πόρτες του ονειρικού». «Ενσωματωθείτε στη θηλυκότητα της ερωτικής διέγερσης».
«Στην θηλυκότητα των χιλίων και μιας νύχτας».
«Στη θηλυκότητα που σας υπόσχεται ένα μέλλον».
«Ενσωματωθείτε στις ιδιαιτερότητες VEDETTE (βεντέτας)» του λαιμού κύκνου Κολ-ρουλέ, όμως -και αν ακόμα δεν είναι ρουλέ είναι οπωσδήποτε ένας λαιμός και μάλιστα κύκνου-... και του γόνατου(!!!), όπου επισημαίνεται πιθανώς η τροχαία μετατόπιση της ερωτογενούς ζώνης.
Ενσωματωθείτε:
«Στις παραμυθένιες φανταστικές και τρελές γούνες των αδελφών τάδε!
«Στη δαμασμένη GARCONNE, το δαμασμένο αγοροκόριτσο».
«Στις θηλυκές που παίζουν τους στρατιώτες».
Αυτό το FRIELEUSES, κρυοσιάρες κατά κυριολεξία, που επαναλαμβάνεται με τόση επιμονή, πρέπει να έχει να κάνει με μια πόζα ιδιαίτερα γοητευτική που μας δίνει η αίσθηση του ρίγους και που σίγουρα αυτή η πόζα είναι ένα κάλεσμα για αγκάλιασμα, για προστασία, για χουρχούλιασμα... και για γούνα βέβαια!
Και οι επιταγές συνεχίζονται πάντα στο ένα και ίδιο περιοδικό, VOGUE 1984.
Αφομοιωθείτε με τις:
«Αχαλίνωτες για LUXE (χλιδή)»,
με τις «μελαγχολικές γόησσες» με σκοτεινό βλέμμα,
τις «μυστηριώδεις» - ανατολίτικα και ξετρελαμένα βραδινές,
τις «μοιραίες» με φόρεμα που παντρεύεται το σώμα,
τις «αινιγματικές» σκοτεινές ΜΑ ΝΟΝ TROPPO,
τις «φιλήδονες» με πανταλόνι μαύρο FORTISSIMO,
τις «ερεθίστριες» με VLEU RELAXED ήρεμο - «Relaxed» και «ερεθίστρια»
συγχρόνως,
τις «σουλτάνες»,
τις «δυναμικές»,
τις «παραμυθένιες»,
τις «παραληρηματικές».
Και κείνο το βράδυ, το βράδυ «TRES SARAIL», τα MANNEQUNS ακουμπούν «ονειροπόλικα» στα κάγκελα της σκάλας - έπειτα κατεβαίνουν με κινήσεις αργές SLOW ΜΟΤΙΟΝ που μοιάζουν μ' ένα «ηδονικό βήμα χορού». Το «FUZITA» μια ατμόσφαιρα «βαριεστημένης ελκυστικότητας που σαγηνεύει το πνεύμα και το μάτι».
Και οι μετρ συνεχίζουν με δηλώσεις βροντερής ρητορικής:
«Ολα εξαρτώνται από τη γυναίκα».
«Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι το όνειρο».
«Η μόδα είναι δαρβινική».
«Για μένα το ενδιαφέρον είναι το σώμα»,
πρέπει να κρατηθεί το μυστήριο».
«Το ακαθόριστο -το περίπου- το σχεδόν».
«Το θεατρικό, προ παντός το θεατρικό».
«Στη μόδα μετράει το μεγάλο θέαμα».
«Ενα κλείσιμο ματιού στην παιδικότητα και τα νανουρίσματά της».
«Μια μεγάλη επιτήδευση για μεγάλες στιγμές».
«Το φόρεμα δεν το φοράς, το ακούς».
«Στις αισθησιακές ανατριχίλες ενός γυμνού ώμου».
«Χρώματα κουφά πνιγμένα».
«Καπέλα - περούκες».
«Μανίκια ακατανόητα».
«Ενα τόσο δα στρατιωτικό».
«Φουστάνια ρευστότητας».
«Φουστάνια μαχητικά».
«Φουστάνια-VALSE (βαλς) γοητευτικά και τρυφερά».
«Φουστάνια-TANGO, τάνγκο αισθησιακά και υπανιχτικά»
και για το τέλος της κολεξιόν...
«Ανατριχιάζουσα μέσα σε κατσαρωμένα κατακόκκινα τούλια η νύφη του 1984 κόκκινη, κατακόκκινη, με μάγουλα τονισμένα με μια υποψία διακριτικού BLUCH της CHANEL - μεν, αλλά το στόμα κόκκινο, κατακόκκινο, αιχμηρό κόκκινο, επιθετικό, καυτό-καυτό».
Ολα αυτά συνοδεύουν αλλά και καθορίζουν τη νύφη της μόδας.
Και τα «ρωσικά μπαλέτα».
Και το «μεγαλειώδες».
Και «ο λυρισμός».
Και «η νοσταλγία μιας εποχής».
Και «η νοσταλγία μιας γυναικείας κίνησης».
Και «νοσταλγία του τελετουργικού ενδύματος».
«Είμαι ερωτευμένη με την "Αρχαία Κίνα"».
«Αγαπώ το μυστικό των INCAS, Ινκας - της Βαβυλώνας - της Ατλαντίδας, αλλά είμαι αποφασισμένα μοντέρνος».
Και ο βομβαρδισμός συνεχίζεται:
«Δανδής υπέροχος»: (πρόκειται για κορίτσι), «GLAMOUR MARILYN, γκλάμουρ Μέριλιν», «ψευτο-αυστηρό»,
«εναλλασσόμενο επ' άπειρο»,
«βελουτέεε!»,
«SHOW-ΒΙΖ».
«Συγκεντροποιήστε το βλέμμα».
«Μοντερνοποιήστε τη φαντασία».
«Πνίξτε τις αντιθέσεις».
«Ξεχάστε το κλασικό».
«Σοκάρετε τις ανυποψίαστες».
«Ποντάρετε στην αιχμηρή θηλυκότητα».
«Φτάστε στο πρόσωπο στο «θείον» με επιθετικότητα» -και θείον και επιθετικό;
«Κραυγαλέο, πολύ κραυγαλέο, όχι κατ' ανάγκη ωραίο».
Και έτσι συνεχίζεται το λαχάνιασμα εντολών-επιταγών:
Δώστε Εύες στους άνδρες.
Δώστε κούκλες στους άνδρες.
Δώστε ξανθές στον πολιτισμό.
Δώστε τόπια στις ηλικιωμένες.
Δώστε μαστίγια στους νέους.
Και έτσι φορέσαμε:
-όλα τα κοστούμια της γύμνιας
-όλα τα κοστούμια της εφηβικής σεξουαλικότητας
-όλα τα κοστούμια των εξωγαμιαίων σχέσεων
-όλα τα κοστούμια των αντισυλληπτικών
-όλα τα κοστούμια της μαύρης μήτρας
-όλα τα ρούχα των δονήσεων, των συγκρούσεων, τα επιθετικά, τα κοιμιστικά, τα διεγερτικά.
Ολοι ξέρουμε ότι έτσι φοράμε καθημερινά και μάλιστα εν μέση οδώ όλον τον μέχρι πνιγμού πολύχρωμο βαρύ οπλισμό κάποιας πρωτόγονης λατρείας, όλα τα ουρί του παραδείσου, όλους τους χαλκάδες του δουλεμπορίου, όλους τους πολυελαίους της δύσης, όλους τους εξωτισμούς, όλα τα μεθυστικά, όλον τον ενδυματικό κατακλυσμό, όλον τον γυμνικό κατακλυσμό και ξέρουμε πως ντυθήκαμε όλες τις Εύες, όλες τις κούκλες, όλα τα σκιάχτρα και όλοι ξέρουμε πως φτάσαμε στο σημείο να λαλήσουμε - να λαλήσουμε...
Είμαι παραδείσιο, είμαι άνθος, είμαι νύχτα, είμαι σύννεφο, είμαι νύμφη, είμαι φίδι -είμαι φλόγα- σίγουρα είμαι φλόγα!
Πόσο όμως είμαι φλόγα!
«ΜΑΚΕ-UP (μέικ-απ) για τρέλα»
«CRAZY επιτυχημένο»
«Διαστημικά φανταστικό»
«Ριγωτές και μεταλλικές βλεφαρίδες» και τα λοιπά και τα λοιπά
«Μεταξύ της ριγωτής μεταλλικής βλεφαρίδας και της AEROBIC αερόμπικ κινησιολογίας και τη νοσταλγία... γενικώς, είναι σίγουρο ότι το σχήμα μας τού αύριο είναι όντως εικόνα SPIRAL (σπιράλ)».
Βασικό χαρακτηριστικό του SPIRAL (σπιράλ) είναι το ZIG-ZAG (ζιγκ ζαγκ) το οποίο βέβαια διαγράφει κατά μήκος, πλάτος και κατά επιφάνεια διάφορες σπαστικές κινήσεις.
Και έτσι φτάνουμε λαχανιασμένοι στη διαπίστωση ότι η μόδα λειτουργεί όπως λειτούργησαν ιστορικά η αρχιτεκτονική και η μαγειρική, δηλαδή έχασε σχεδόν τελείως την επαφή της με τις ανάγκες που τη δημιούργησαν.
Στον αγώνα της η μόδα να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων των νανουρισμάτων, εκτροχιάστηκε σε μια υστερία χωρίς προηγούμενο. Μ' ένα φρενιτικό παραλήρημα υπερβολής και υπερβολών μπήκε σ' έναν κατακλυσμό προτάσεων στολιδιών, στολισμάτων επί των στολιδιών, ρητορικών σχημάτων, ποιητικών εκκεντρικοτήτων, επιθέτων, υπερθετικών, υμνητικών εφάμιλλο μιας «Grande Bouffe» - σχεδόν grandquignolesque και που τελικά κατέληξε να αποτελέσει μια μορφή παραισθησιογόνου, με αποτέλεσμα το κασκέτο του Λένιν στις boutiques του King's Road να έχει τόση σχέση με τον προλετάριο και οι «frileuses» αυθάδικα decolletees με τη ζεστασιά - όση και το Duomo του Μιλάνου με την πίστη.
Ομως αυτή η πολιτική της μόδας έφτασε με την τρομακτική βουλιμία της στην πρωτοπορία της παγκοσμιοποίησης. Εγινε καθεστώς παγκόσμιο. Από το pret a porte στα διαφόρων μορφών σκασιαρχεία -στις τελετουργικές ανάγκες της υψηλής ραπτικής «HAUTE COUTURE», η μόδα έγινε παγκόσμια.
Και έτσι, παρόλο που η αρχιτεκτονική και η μαγειρική αρχίζουν να συνετίζονται και να συγχρονίζονται -σχετικά-, η μόδα γράφει το ένα μετά το άλλο τα επεισόδια ενός μακρόσυρτου σίριαλ, το οποίο αποτελεί την ιστορική γραφή της εποποιίας της βουλιμίας και της κατάχρησης.
Υπάρχει κάτι το ποιητικά grandquignolesque στη μόδα.
Υπάρχει κάτι το ποιητικά grandquignolesque στην κατάχρηση.
Αν λοιπόν ξύπναγε ο Ανατόλ Φρανς και άνοιγε το περιοδικό που άνοιξα εγώ, θα έβλεπε -μέσα από αυτό το defile, ντεφιλέ- τη γυναίκα να πορεύεται παραπαίοντας και παραπατώντας σε κατάσταση μεθυσμένης σύγχυσης, εγκλωβισμένη μέσα στα όρια μιας εποχής ταραγμένης, που γνώρισε αγωνία, ανασφάλεια, και εξίσου μεθυσμένης σύγχυσης - προπαντός σύγχυσης.
Οσο για τη μόδα, θα κατέληγε στη διαπίστωση ότι η ιδεολογία της, η κοσμοθεωρία της, έχοντας φτάσει ολοκληρωτικά στην παγκόσμια παγκοσμιοποίησή της, η μόδα είναι πάλι της μόδας...
Και καλά κρατεί!
1. Αυτή ήταν η φίρμα, ο χαρακτηρισμός του μίνι το 1982.