Κόμμα (,) (παυστικό σημείο στίξης: μικρότερο σε σχέση με την τελεία σταμάτημα της φωνής) βάζουμε στις εξής περιπτώσεις:
1. Όταν έχουμε ασύνδετο σχήμα, όταν δηλαδή παρατάσσονται είτε ασύνδετες λέξεις ή φράσεις (Ο καθηγητής σήμερα ζήτησε από την Άννα, τον Γιώργο, τον Χρήστο και την Κάλια να διαβάσουν το μάθημα.) είτε όμοιες προτάσεις (Το πρωί ξύπνησα στις 7:00, πήρα πρωινό, ετοίμασα τα βιβλία μου, ανέβηκα στο σχολικό και πήγα σχολείο.»
2. Στην παρατακτική αντιθετική σύνδεση, και κυρίως πριν από τον αντιθετικό σύνδεσμο αλλά (Του το είπα, αλλά δεν ήρθε)
3. Στις κύριες παρενθετικές προτάσεις, πριν και μετά από αυτές (Η γνώση, πρόσθεσε ο καθηγητής, ανοίγει νέους ορίζοντες στη σκέψη μας) κ.λπ.
4.Στις παρενθετικές φράσεις (Η κατάσταση, κατά την άποψή μου, είναι πολύ δύσκολη.)
5.Στην υποτακτική σύνδεση:
• Πριν από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, όταν η δευτερεύουσα πρόταση δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση (αιτία, χρόνο, υπόθεση κ.λπ.), π.χ. «Αυτό ήταν απαραίτητο, επειδή η περιοχή ήταν πολύ εκτεθειμένη σε πειρατικές επιδρομές.»
• Στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, βάζουμε κόμμα μόνο όταν αυτές έχουν θέση ονοματικού προσδιορισμού και ειδικότερα επεξήγησης, π.χ. «Φοβάμαι και τούτο, μήπως αποτύχω». Στις περιπτώσεις που οι ονοματικές προτάσεις έχουν θέση υποκειμένου, αντικειμένου ή κατηγορούμενου δεν βάζουμε κόμμα, π.χ. «Φοβάμαι μήπως αποτύχω»
• Στις δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις βάζουμε κόμμα, όταν αυτές είναι α) επιρρηματικές που προσδιορίζουν κάποιον όρο πλην του ρήματος, π.χ. «Πήγα στο σπίτι, όπου γεννήθηκα», β) ονοματικές επιθετικές προσθετικές/παραθετικές/μη περιοριστικές (λειτουργούν ως επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη που αναφέρονται και παραθέτουν μια λεπτομέρεια που δε θεωρείται απαραίτητη για τη διάκριση και τον επακριβή προσδιορισμό αυτής), π.χ. «Έχασα το κινητό, το οποίο μού χάρισε ο πατέρας μου».
Δε βάζουμε κόμμα στις υπόλοιπες περιπτώσεις: α) στις επιρρηματικές που προσδιορίζουν άμεσα το ρήμα, π.χ. «Πήγαινε όπου θέλεις», β) στις ελεύθερες ονοματικές αναφορικές που έχουν θέση υποκειμένου, αντικειμένου ή κατηγορούμενου, π.χ. «Διάβασα όσα μου είπες», β) στις επιθετικές αναφορικές που είναι προσδιοριστικές/περιοριστικές (η πληροφορία αναγκαία για τον προσδιορισμό-κατανόηση της λέξης στην οποία αναφέρεται), π.χ. «Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αριθμοί οι οποίοι είναι ζυγοί»
6. Στην επεξήγηση ή παράθεση, πριν και μετά τη λέξη (Ο φίλος μου, ο Μάκης, αγόρασε καινούργιο κινητό.)
7. Στους αριθμούς για τη διάκριση των δεκαδικών ψηφίων (Το αγόρασα 150, 70 Ευρώ)
8. Στο αναφορικό «ό,τι»
9. Στη κλητική προσφώνηση (Άννα, έλα γρήγορα) και όταν αυτή είναι μέσα στην πρόταση (παρένθετη προσφώνηση) το κόμμα μπαίνει πριν και μετά τη λέξη (Γιατί, μπαμπά, τρέχεις;)
10. Στα προτασιακά-κειμενικά επιρρήματα, αν βρίσκονται μέσα στην πρόταση, πριν και μετά από αυτά (Ο φίλος μου, λοιπόν, αποφάσισε να φύγει), ή αν βρίσκονται στην αρχή (το ίδιο ισχύει και για προτασιακά μόρια), π.χ. «Ναι, θα έρθω / Βέβαια, θα έρθω».
Ο γενικός κανόνας που ορίζει ένα επίρρημα ή οτιδήποτε άλλο έχει επιρρηματική χρήση (π.χ. όχι, μπα κ.λπ.) ως προτασιακό-κειμενικό επίρρημα είναι να προσδιορίζει το σύνολο της πρότασης (είναι δηλαδή προσδιορισμός της πρότασης) ή ένα ευρύτερο τμήμα κειμένου και να υπηρετεί τη συνοχή του κειμένου, λειτουργώντας ως κειμενικός δείκτης, παραπέμποντας δηλαδή τον δέκτη σε πληροφορίες που προηγούνται ή έπονται.
Δεν θεωρείται προτασιακό ένα επίρρημα το οποίο προσδιορίζει το ρήμα της πρότασης ή ένα όρισμα αυτής.
Υπό την έννοια αυτή, όταν το "επίσης, ακόμη, όμως, ωστόσο" και πολλά άλλα προσδιορίζουν ολόκληρη την πρόταση ή ένα ευρύτερο τμήμα κειμένου, παίρνουν κόμμα είτε βρίσκονται στην αρχή της πρότασης είτε μέσα σ΄ αυτήν.