Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

H XAPTA TOY ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

H  φυσική και πολιτιστική κληρονοµιά, µε την ευρύτερη έννοια,  ανήκει σε όλους.  Όλοι έχουµε το
δικαίωµα και την υποχρέωση να κατανοούµε,  να εκτιµούµε και να διατηρούµε τις παγκόσµιες αξίες της.
Στην ευρεία έννοια του όρου  “κληρονοµιά” περιλαµβάνεται τόσο το φυσικό όσο και το πολιτιστικό
περιβάλλον. Συµπεριλαµβάνονται ακόµα σ΄ αυτήν τοπία, ιστορικοί χώροι,  τοποθεσίες και δοµηµένο περιβάλλον, καθώς και η βιοποικιλότητα,  οι συλλογές,  οι παλιές και συνεχιζόµενες πολιτιστικές πρακτικές,  η γνώση και οι ζωντανές εµπειρίες. 

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Καρναβαλικός τουρισμός

Παπαγγελής, Δ.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 07/09/2008, www.tovima.gr

Πριν από δύο-τρεις αιώνες οι παράτολμοι περιηγητές του ελλαδικού χώρου αψηφούσαν ληστάρχους και Οθωμανούς για να ρεμβάσουν πάνω στους σκόρπιους και χορταριασμένους σπονδύλους της βυθισμένης Αρχαιότητας, αλλά ήξεραν να απολαμβάνουν και τα παράπλευρα κέρδη της Μεσογειακής αιθρίας. Δεν ξέρω για τον βαθιά στοχαστικό Σατωβριάνδο, αλλά ο «σατανικός» εκείνος Λόρδος, που λάτρευε Πίνδαρο και είχε σταθερά ονειρώξεις με Σαπφώ, έζησε στην Ελλάδα τον μύθο του, και κάτι παραπάνω: δεν παραμέλησε ούτε τον ήλιο ούτε τη θάλασσα ούτε τη ζωντανή σύνδεση με την «κόρη των Αθηνών». Υποθέτω, με άλλα λόγια, ότι η βυρωνική εμπειρία ήταν συνδυασμός ιδεαλιστικού κλασικισμού και ορμονικής ευφορίας, με τιμαλφές κληροδότημα μερικά από τα πιο πυρακτωμένα στιχάκια του Ρομαντισμού. Οξεία Μεσογειακή υπεραιμία πρέπει να έπαθε και ο Γκαίτε όταν στα τριάντα εφτά του βρέθηκε από τον βόρειο παράλληλο της Βαϊμάρης μέσα στην αβρή λιακάδα της Ρώμης και στη γενναιόδωρη αγκαλιά μιας χηρεύουσας «σινιόρα», η οποία έκανε ό,τι έπρεπε (και, ενδεχομένως, ό,τι δεν έπρεπε) για να λυτρώσει τον υψηλό Γερμανό της από το αμήχανο άγχος της πρόωρης εκσπερμάτισης.

Το τελικό ανακοινωθέν από αυτή τη μετάλλαξη του βόρειου επισκέπτη ήταν είκοσι τέσσερις δόσεις μεγαλοφυούς λυρισμού σε ισάριθμες «Ρωμαϊκές Ελεγείες». Σε ανάλογο ονειρικό παραλήρημα και ο βορεινός ήρωας του Τόμας Μαν, στον «Θάνατο στη Βενετία», μεταβολίζει την αισθησιακή πλημμυρίδα σε εντατική, πλατωνική ενατένιση του Ωραίου, όταν ανταλλάσσει το αλπικό λυκόφως με τη διάφανη λιακάδα της βενετσιάνικης παραλίας.

Αν υπήρξε καιρός που οι πρώτοι tour operators υπόσχονταν τέτοιο συνδυασμό αισθησιασμών και διανοημάτων στους βορεινούς επισκέπτες του μεσογειακού καλοκαιριού, δεν το ξέρω - έτσι κι αλλιώς, η μετάβαση από τους μυθικούς εκείνους ρέκτες της Μεσογείου στα μαζικώς αερομεταφερόμενα και αινιγματικώς «φτηνά πακέτα» του παρόντος δεν προτείνεται εδώ ούτε καν ως παράδειγμα φαρσοειδούς επανάληψης. Ξέρω, όμως, και επιβεβαιώνομαι από το ρεπορτάζ του «Κυριακάτικου Βήματος» της 3.8.2008 (τίτλος: «Ποιοι είναι οι χειρότεροι τουρίστες»), ότι για να ερμηνεύσουμε σωστά τη μεσογειακή απόδραση αρκετών εκατομμυρίων ανθρώπων τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να ξεχάσουμε τον Μπάιρον και τον Γκαίτε και να μελετήσουμε, με την κατάλληλη διασκευή για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το «καρναβαλικό» θεώρημα του Μιχαήλ Μπαχτίν - τις στιγμές, δηλαδή, όπου αναστέλλονται η ρουτίνα του καθ' ημέραν βίου, οι κοινωνικές ιεραρχήσεις και οι συμβατικές αναστολές για να απελευθερωθεί μια διάθεση α-ταξίας και στοχευμένης δολιοφθοράς όλων εκείνων των ρυθμίσεων που συνέχουν τη συντεταγμένη καθημερινότητα. Κι αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στον καρναβαλικό αυτό αντικονφορμισμό είναι ότι το εστιακό σημείο και όργανο της ανατροπής είναι το φυσικό ανθρώπινο σώμα στις πιο γκροτέσκες, ασύδοτες, γελοίες ή άσεμνες εκδηλώσεις του.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί όποιος έτυχε να δει με τα μάτια του όσα συμβαίνουν στα «καυτά σημεία» της Ρόδου, της Κέρκυρας, της Κρήτης, της Ζακύνθου ή της Κω έχει την εντύπωση ότι μερικά εκατομμύρια ανθρώπων εορτάζουν την αποφυλάκισή τους από την ειρκτή της συμβατικής συμπεριφοράς ή του «πολιτισμού» εξωθώντας το σώμα τους σε εμετικές επιδείξεις ακράτειας. Αν ο μαζικός τουρισμός μπορεί να αποβεί ενοχλητικός και άβολος για τους ιθαγενείς του Λονδίνου, του Παρισιού και της Φλωρεντίας, ο «καρναβαλικός» τουρισμός ασκείται κατά προτίμηση στις «ευλογημένες» ζώνες της Μεσογείου και, ειδικά για την Ελλάδα, ειρωνεύεται τον παλαιότερο και ρομαντικό μύθο της «ελληνικής εμπειρίας» που λανθάνει και στη γνωστή συνθηματολογία του υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης.

Αν αρχίσαμε τούτη την επιφυλλίδα με «κουλτουριάρικες» αναδρομές, είναι επειδή, όπως μαρτυρεί η σχετική βιβλιογραφία, το μεσογειακό μας καλοκαίρι το νιώθουν, και έχουν δικαίωμα να το νιώθουν, ως χωρόχρονο απελευθέρωσης, αιρετικότητας και ετεροδοξίας ως προς τη βιοτική καθημερινότητα και οι «καλοί» τουρίστες. Αλλά το κρίσιμο σημείο στην υπόθεση αυτή είναι όταν ανακαλύπτεις τη λεγόμενη «ζημιά στην εικόνα της χώρας» και αρχίζεις να υπολογίζεις τη δυσαναλογία ανάμεσα στο τουριστικό συνάλλαγμα και τα μολυσματικά λύματα που αφήνουν πίσω τους οι καρναβαλικοί γλεντοκόποι. Οι Βρετανοί (που, σύμφωνα με όλες τις στατιστικές, φαίνεται να διαπρέπουν σ' αυτό το είδος ρύπανσης) ας ντρέπονται για τους Βρετανούς. Αλλά στις σχετικές συζητήσεις τους πολλοί παρατήρησαν, και εύλογα, ότι τα πολυπληθή κνώδαλά τους πηγαίνουν εκεί όπου μπορούν να κοπρίζουν ελεύθερα. Κι αυτό είναι που πρέπει να προσέξουν οι αρμόδιοι φύλακες του τουριστικού μας μύθου.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Υλικό Παραγωγής Λόγου /Το μέλλον του τουρισμού

Λαΐου-Αντωνίου, Χρυσάνθη
www.tovima.gr

Η κυβέρνηση και οι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της χώρας έχουν ήδη στη διάθεσή τους πολλά στοιχεία προκειμένου να σχεδιάσουν εθνική πολιτική προώθησης των νέων μορφών τουρισμού. Αρκεί να το κάνουν
Το μέλλον του τουρισμού
Οι ήπιες μορφές τουρισμού και ιδιαίτερα ο αγροτουρισμός θα μπορούσαν να συμβάλουν στην καλύτερη γνωριμία και επικοινωνία των κατοίκων της Ευρώπης Στη σημερινή κινητικότητα των λαών ο τουρισμός αποκτά για την Ευρώπη μια νέα διάσταση, πέρα από το συμβατικό περιεχόμενό του ως πηγής εθνικού εισοδήματος για τις ελκυστικές τουριστικά χώρες και ως αγαθού ποιότητας ζωής για τους τουρίστες. Αποτελεί μια ευκαιρία προσέγγισης των κατοίκων της Ευρώπης, καθώς και των κοινωνιών που αναπτύσσονται στα πλαίσια της Ευρώπης αλλά με διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις.

Ο μαζικός συμβατικός τουρισμός στην Ευρώπη ήταν και είναι ως σήμερα, στο μεγαλύτερο ποσοστό του, τουρισμός επίσκεψης μουσείων, μνημείων, ιστορικών χώρων, φαγητού και διασκέδασης (πολλές φορές κακής ποιότητας), χωρίς να δίνεται η ευκαιρία επικοινωνίας των επισκεπτών με τους κατοίκους της χώρας που επισκέπτονται.

Σήμερα αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι η ανάπτυξη των ήπιων μορφών τουρισμού, ο τουρισμός στον αγροτικό χώρο και ιδιαίτερα ο αγροτουρισμός, που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία του σεβασμού στον άνθρωπο και στο περιβάλλον, είναι οι πλέον κατάλληλες μορφές τουρισμού που θα μπορούσαν να συμβάλουν: στην καλύτερη γνωριμία και επικοινωνία των κατοίκων της Ευρώπης που διευρύνεται και ανακατατάσσεται, στην καλύτερη γνωριμία και επαφή των κατοίκων της Ευρώπης με τον φυσικό πλούτο της αλλά και στη συνειδητοποίησή τους ότι οι φυσικοί πόροι αυτής της ηπείρου πρέπει να προστατευθούν, όχι μόνο για τους σημερινούς κατοίκους αλλά και για τις επόμενες γενιές και στη «διαπαιδαγώγηση» όλων των πολιτών της Ευρώπης στην «ανεκτικότητα» της διαφοράς, είτε αυτή είναι πολιτισμική είτε θρησκευτική.

Σήμερα, κατά τη γνώμη μας, αρχίζει να αναδεικνύεται καθαρότερα η άποψη ότι ο «αγροτουρισμός» δεν πρέπει να συγχέεται με τον «αγροτικό τουρισμό» και τα «ενοικιαζόμενα δωμάτια». Και αυτό διότι, σε πολύ γενικές γραμμές, ο αγροτουρισμός αναπτύσσεται μεν στον αγροτικό χώρο, μπορεί όμως να προσφέρεται από «κάθε μορφής επιχείρηση» και μάλιστα χωρίς «ειδικές ποιοτικές προδιαγραφές».

Η αγροτουριστική παραγωγή αποτελεί τελικά ένα σύνολο ήπιων μορφών τουρισμού οι οποίες έχουν σκοπό να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες και προσδοκίες των τουριστών που επιθυμούν να μετατραπούν, με αυξητική τάση, σε περιηγητές. Οι υπηρεσίες αυτές σχετίζονται κυρίως:

Με προσφορά καταλύματος, με διατροφή, με τοπικές πολιτιστικές δραστηριότητες, με υπαίθριες δραστηριότητες, με πληροφόρηση των περιηγητών και με άλλες αναγκαίες υπηρεσίες.

Ο παραπάνω ενδεικτικός κατάλογος υπηρεσιών αναφέρεται διότι δείχνει την πολυμορφία των ιδιωτικών και δημοσίων φορέων οι οποίοι χρειάζεται να συμμετέχουν για να καλυφθούν οι ανάγκες των περιηγητών αλλά αναδεικνύει συγχρόνως και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο αγροτουρισμός είναι «η οργάνωση των υπηρεσιών και της προσφοράς».

Ο «αγροτικός τουρισμός» και ο «αγροτουρισμός» τα τελευταία 20 χρόνια αποτελούν για την Ευρώπη μια προσπάθεια να συγκρατηθεί και να αναχαιτισθεί η επιθετικότητα του «βιομηχανοποιημένου τουρισμού», να ενταχθούν οι αγροτικές κοινωνίες σε έναν αναλογικότερο καταμερισμό του εθνικού τουριστικού εισοδήματος, να εξασφαλίσουν οι αγρότες συμπληρωματικό εισόδημα, να αναβιώσουν οι παραδοσιακοί οικισμοί, να προταχθεί η πολιτιστική κληρονομιά στο τουριστικό αγαθό, να μετατραπεί ο τουρίστας σε περιηγητή, οδοιπόρο και ταξιδιώτη, να εξανθρωπιστούν οι σχέσεις του επισκέπτη με τους κατοίκους της χώρας και όλοι μαζί να γίνουν ευαίσθητοι στην αξία της φύσης και των πόρων της, ανεξάρτητα από εθνικότητα.

Ο τουρισμός γενικά, κυρίως δε σε χώρες μικρές σαν την Ελλάδα, αποτελεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία εντάσσεται στις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, περιέχει όμως πολλά στοιχεία αστάθειας στις σχέσεις ανθρώπου και περιβάλλοντος και περικλείει πολλούς κινδύνους. Αρκεί να θυμηθούμε ότι σε μικρές κοινωνίες (π.χ. νησιά) ο ανθρώπινος πληθυσμός στην τουριστική περίοδο μπορεί και να δεκαπλασιαστεί, με όλα τα επακόλουθα αυτής της αύξησης για τους τοπικούς φυσικούς πόρους, τους ρυθμούς ζωής της συγκεκριμένης κοινότητας και τον πολιτισμό της. Σε αυτή την κλίμακα του κοινωνικού φαινομένου της απότομης πληθυσμιακής επίθεσης η συμβατική λύση που δίνει ο βιομηχανοποιημένος τουρισμός είναι κατ' ανάγκη επιθετική. Μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα βιάζουν πολλές φορές το περιβάλλον, «πακέτα» για την καλύτερη «εκμετάλλευση» των τουριστών ετοιμάζονται, αγροτικά προϊόντα γεμάτα χημικά στοιχεία και κακότεχνα προϊόντα «δήθεν» λαϊκής τέχνης παράγονται.

Ο αγροτουρισμός στην Ελλάδα δεν έχει παράδοση συγκρινόμενος με άλλες χώρες τής ΕΕ, έχει όμως τη μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη ιστορία του που διδάσκει πώς μπορεί να υλοποιηθεί και να πετύχει ένα πρόγραμμα αγροτουρισμού σε μια νέα περιοχή. Από την ως σήμερα εμπειρία και σύμφωνα με την έκθεση του εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Henri Grolleau, το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα δομημένου αγροτουρισμού έχει αποδειχθεί το δίκτυο των Γυναικείων Αγροτουριστικών Συνεταιρισμών, που ξεκίνησε το 1983 ως ιδέα και πρωτοβουλία του Συμβουλίου Ισότητας των δύο φύλων και λειτουργεί με αυξανόμενη επιτυχία ως σήμερα έχοντας ανοίξει τον δρόμο σε πολλούς νέους γυναικείους αγροτικούς συνεταιρισμούς σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Τα πρώτα προγράμματα είναι της Πέτρας στη Λέσβο, του Αγίου Γερμανού και των Ψαράδων στις Πρέσπες, στα Μαστιχοχώρια της Χίου, στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, στη Μαρώνεια της Θράκης, στην Αράχωβα της Βοιωτίας.

Εξάλλου αρκετές αναπτυξιακές εταιρείες που στηρίζονται από τις περιφέρειες, τις νομαρχίες και την τοπική αυτοδιοίκηση καθώς και ιδιωτικές επιχειρήσεις με παραδοσιακούς ξενώνες, αγροτοβιοτεχνικές και αγροτοοικοτεχνικές μονάδες έχουν προωθήσει επιτυχημένα αγροτουριστικά προγράμματα τα οποία δείχνουν ότι ο αγροτουρισμός: συμβάλλει θετικά στη βιώσιμη περιφερειακή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, εξασφαλίζει αυταπασχόληση και προσωπικό εισόδημα δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, ιδιαίτερα για νέους και γυναίκες, συμβάλλει στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος, αναδεικνύει και διατηρεί την πολιτιστική κληρονομιά και αξιοποιεί τα τοπικά αγροτικά προϊόντα (όπως η προσπάθεια του αγροτουριστικού προγράμματος Επιδαύρου Αργολίδας σε συνδυασμό με τις ετήσιες πολιτιστικές τοπικές εκδηλώσεις του «Ιουλίου»).

Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνικός σχεδιασμός για τον αγροτουρισμό, δεν υπάρχει εθνική πολιτική για τις ήπιες μορφές τουρισμού και ο ΕΟΤ παραμένει στηρίζοντας κυρίως τις συμβατικές μορφές τουρισμού.

Γίνεται προσπάθεια αξιοποίησης του αγροτουρισμού από την περιφέρεια και τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση και τους ΟΤΑ αλλά με μικρά τις περισσότερες φορές αποτελέσματα.

Τα υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης και μερικοί άλλοι φορείς χειρίζονται προγράμματα σημαντικής χρηματοδότησης για τον αγροτουρισμό αλλά δυστυχώς ακόμη δεν έχει εξασφαλισθεί η προσδοκώμενη και αναγκαία αγροτουριστική τεχνική και στελεχιακή υποδομή.

Δεν υπάρχει «θεσμικό πλαίσιο», δεν υπάρχουν ειδικές ποιοτικές προδιαγραφές ούτε σήματα ποιότητας και διάκρισης ανάμεσα στις «αγροτουριστικές μονάδες».

Η έρευνα αγοράς, η προβολή και η διαφήμιση είναι δύσκολο να γίνουν από τους ίδιους τους αγρότες.

Δεν υπάρχει κεντρικός φορέας συντονισμού-πληροφόρησης-προώθησης και προβολής του αγροτουρισμού στην Ελλάδα.

Δεν είναι στις προτεραιότητες του ΕΟΤ η δημιουργία ενός εναλλακτικού «πράσινου πακέτου» τουρισμού, παρ' όλο που η ζήτηση από τους περιηγητές είναι αυξημένη.

Ως πότε όλα αυτά θα μένουν ασυντόνιστα και αναξιοποίητα; Η επιστημονική έρευνα δεν έχει δώσει ακόμη καθαρά μετρήσιμα στοιχεία της ποσοτικής συμβολής του αγροτουρισμού και των ήπιων μορφών τουρισμού στο εθνικό ακαθάριστο τουριστικό προϊόν.

Η κυβέρνηση πάντως και οι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της χώρας έχουν ήδη στη διάθεσή τους πολλά στοιχεία προκειμένου να σχεδιάσουν εθνική πολιτική προώθησης των ήπιων μορφών τουρισμού. Αρκεί να το κάνουν. Πιστεύουμε ότι η προώθηση αυτή των μορφών τουρισμού μπορεί να συμβάλει: α) στη στήριξη του αγροτικού χώρου ο οποίος αστικοποιείται και ο οποίος αποτελεί σήμερα την «κιβωτό» των πολιτισμικών χαρακτηριστικών μας, β) στη χρησιμοποίηση αναξιοποίητων ανθρώπινων πόρων δημιουργώντας δυνατότητες αυταπασχόλησης.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Η κρίση του ελληνικού μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης και η διεθνής οικονομική κρίση

1 Απριλίου 2009, http://www.intravelreport.gr
Ο ελληνικός τουρισμός εάν επιθυμεί να επιβιώσει του διεθνούς ανταγωνισμού και εάν επιζητεί να παραμείνει ένας αξιόλογος οικονομικός παράγοντας (εισοδήματα, απασχόληση) θα πρέπει να επιχειρήσει μία αναδιάρθρωση του προϊόντος στα πλαίσια διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, τόνισε ο δρ. Στέλιος Βαρβαρέσος αναπληρωτής καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας -Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων, στην ημερίδα που το ίδιο διοργάνωσε με θέμα “Διεθνής Οικονομική Κρίση και Τουρισμός”.
Ο κ. Βαρβαρέσος ανέφερε ότι:
Βάσει των εξελίξεων, διαφαίνεται ότι η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει σημαντικά το τουρισμό και οι επιπτώσεις της αρχίζουν να γίνονται εμφανείς.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ο.Ο.Σ.Α για το 2009 η αύξηση του Α.Ε.Π θα είναι αρνητική : -0,9% για τις Η.Π.Α, -0,1% για την Ιαπωνία, -0,5% για την Ευρωζώνη. Ενώ αντίστοιχα το ποσοστό ανεργίας θα προσεγγίσει: το 7,3 %στις Η.Π.Α, το 4,4% στην Ιαπωνία και το 8,6% στην Ευρωζώνη.
Ο Π.Ο.Τ για το 2009 αναμένει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της τουριστικής κίνησης, ο οποίος για το 2008 προβλέπεται να κλείσει στο 2% έναντι του μέσου ετήσιου ρυθμού 7% για την τριετία 2004-2007. Για το 2009 ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα κινηθεί από 0% έως 2%. Αυτή η προοπτική απεικονίζει τρεις φάσεις :
Ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού
Περιορισμό των ταξιδιών σε μακρινούς προορισμούς.
Γ. Υπερίσχυση των μεσαίας και μικρής απόστασης προορισμών στις προτιμήσεις των τουριστών.
Oι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης στον Ελληνικό Τουρισμό
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ξ.Ε.Ε το 2009 οι διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχειακά καταλύματα θα μειωθούν κατά 10% γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε περικοπή 50.000 θέσεων εργασίας. Πολλαπλασιαστικά οι παραπάνω εκτιμήσεις αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τους περισσότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας οι οποίοι εμπλέκονται στην τουριστική παραγωγική διαδικασία.
Πιο συγκεκριμένα πέντε χώρες που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% των διεθνών τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Η.Π.Α , Ιταλία , Γαλλία) αναμένεται να εμφανίσουν αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2009, ενώ η όποια ανάκαμψη μετά τα μέσα του 2009 θα είναι αναιμική. Σε συνδυασμό με την υποτίμηση της βρετανικής στερλίνας και του αμερικανικού δολαρίου οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις αναμένονται μειωμένες.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον ημεδαπό τουρισμό εφόσον έχει αποδειχθεί ότι σε περιόδους ύφεσης τα τουριστικά αγαθά υποκαθίστανται ως αγαθά πολυτελείας.
Βάσει των προκρατήσεων στα τουριστικά καταλύματα τον Μάρτιο του 2009 εμφανίζεται μια μείωση των τουριστικών αφίξεων , σε σχέση με τις αντίστοιχες του 2008, που σε ορισμένες περιπτώσεις προσεγγίζει το 30%. Φυσικά σε απόλυτους αριθμούς αυτό συνεπάγεται μείωση των τουριστικών αφίξεων κατά 1,5 εκατ. άτομα (15,7 εκατ. τουριστικές αφίξεις το 2008), γεγονός που θα οδηγήσει σε ενδεχόμενη μείωση των τουριστικών εισπράξεων κατά 20% και απώλειες 120 χιλ. θέσεων εργασίας στον τουριστικό τομέα.
Όμως εάν η διεθνής οικονομική κρίση η οποία έχει εμφανιστεί από το 2007, αναμένεται να επηρεάσει τον διεθνή τουρισμό τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, το ελληνικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης έχει εισέλθει σε φάση κρίσης από την δεκαετία του 1990. Ως εκ τούτου φαίνεται πιθανόν, μία σειρά από στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν την κρίση του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης της χώρας, να γίνουν εντονότερες με την εξάπλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Ο κύκλος ζωής του τουριστικού προϊόντος
Ο τουρισμός είναι ένα δυναμικό φαινόμενο το οποίο υπόκειται στις τυχαίες συχνά μεταβολές ενός οικονομικο-κοινωνικού περιβάλλοντος. Ως κύρια μεταβλητή των παραπάνω ανάγεται το προϊόν και όχι η ζήτηση στην οποία αναφέρονται ως επί το πλείστον όλοι.
Έτσι το τουριστικό προϊόν, στα πλαίσια μιας παραδοσιακής καταναλωτικής διαδικασίας, από την δεκαετία του ΄΄60΄΄ έως σήμερα, υπέστη αρκετές μεταβολές και διήνυσε τα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος : δημιουργία/εισαγωγή, ανάπτυξη, ωριμότητα, κορεσμός, παρακμή.
Αρχικά κάθε προϊόν αποτελεί μία ανακάλυψη, μία καινοτομία που απευθύνεται σ ένα περιορισμένο τμήμα ενός πληθυσμού, εξαιτίας του σχετικά υψηλού του κόστους. Τα κέρδη παραγωγικότητας που καταγράφονται σταδιακά οφείλονται στην αύξηση της παραγωγικής βάσης, στον εξορθολογισμό και την βελτίωση των μεθόδων παραγωγής, οι οποίες σχετίζονται και μ΄ έναν σταδιακό εκδημοκρατισμό και μαζικοποίηση του τουρισμού.
Φαινόμενα όπως εκείνα του μιμητισμού τείνουν να καταστήσουν το προϊόν στην συνέχεια banal/κοινότυπο, ενώ υποκατάστατά του το οδηγούν σε μία φάση μικρού βαθμού χρησιμότητας.
Τα έσοδα μειώνονται και ξεκινά μία περίοδος παρακμής του προϊόντος.
Είναι πιθανόν να παρατηρηθεί κατά την τελευταία φάση του κύκλου ζωής του προϊόντος ένας χωρικός επαναπροσδιορισμός προς άλλες περιοχές ή και χώρες υποδοχής, στο μέτρο όπου η σύνθεση της προστιθεμένης αξίας είναι αρκετά χαμηλή και η έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία ανύπαρκτη.
Η θεωρία του κύκλου ζωής μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα ερμηνευτικό εργαλείο της κρίσης του μοντέλου των 4S.

Η κρίση του μοντέλου των 4S
Ο κύκλος ζωής του προϊόντος φαίνεται να ανταποκρίνεται συχνά στην ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος και στον εκδημοκρατισμό των διακοπών, όπου η τουριστική ζήτηση απευθύνεται σε όλο και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και απεικονίζεται στο μοντέλο των 4S (Sun, Sand, Sea, and Sex). Ως εκ τούτου η απαρχή της κρίσης μπορεί να συνδυαστεί με την κρίση του ΄΄μοντέλου των 4S΄΄. O εκδημοκρατισμός του τουρισμού τείνει να αγγίξει τα τμήματα του πληθυσμού που διαθέτουν όλο και χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει δυνατή, χάρη σε μία καταγραφή των κερδών παραγωγικότητας αποδιδόμενων στην μαζικοποίηση.
Τα κέρδη παραγωγικότητας έχουν το ιδίωμα να μειώνουν το σταθερό κόστος χάρη στην βοήθεια ορισμένων τεχνιτών παραγόντων, όπως η χρήση των πτήσεων charters και τα χαμηλού κόστους καταλύματα.
Η ζήτηση του τουριστικού προϊόντος των 4S υπήρξε αυξητική για ένα μεγάλο αριθμό ετών. Ως εκ τούτου μία μαζική προσφορά αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς προκειμένου να την ικανοποιήσει. Όμως στο στάδιο της ωριμότητας ο ρυθμός ανάπτυξης σταματά. Ουσιαστικά βρισκόμαστε στο στάδιο ενός προϊόντος προσφερομένου σε μεγάλα πληθυσμιακά στρώματα.
Η προσπάθεια για να διαμορφωθεί μία νέα ζήτηση θα πρέπει να στηρίζεται σε αυξημένα επενδυτικά κεφάλαια, εφόσον είναι γνωστή η υφισταμένη δομή μιας ζήτησης προερχόμενης από άτομα χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου.
Το μοντέλο μιας σταθερής τουριστικής ανάπτυξης δεν μπορεί να διατηρηθεί. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι στο τέλος του κύκλου ζωής του προϊόντος των 4S παρατηρείται μία τάση για άνοδο των τιμών.
Αυτό το πλεονέκτημα τείνει να εξαφανιστεί για δύο λόγους :
Α. Των συνθηκών ανάπτυξης του μοντέλου των 4S
B. Της προβληματικής παραγωγής των τουριστικών υπηρεσιών
Οι συνθήκες ανάπτυξης του μοντέλου των 4S
Γενικά οι τιμές τείνουν να αυξηθούν, ανάλογα με τον βαθμό ανοίγματος μιας χώρας σ΄ένα διεθνοποιημένο/παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και το στάδιο της οικονομικής της ανάπτυξης.
Κόστος εργατικών χεριών, τουριστικοί πόροι και κόστος συντήρησης τους, κόστος γης και μαζικές εισαγωγές τουριστικών αγαθών και υπηρεσιών, συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των τιμών. Ως εκ τούτου η διαφορά των τιμών μεταξύ χωρών προέλευσης και χωρών υποδοχής εξαφανίζεται σταδιακά, ενώ το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν γίνεται ακριβότερο και χαμηλότερης ποιότητας.
Σύμφωνα με τον Stafford (1995), η αύξηση της παραγωγικότητας των τουριστικών υπηρεσιών είναι εξαιρετικά δύσκολη, εξαιρουμένων κάποιων μεταφορικών υπηρεσιών.
Αυτή η παραγωγικότητα αυξανόμενη σε αργούς ρυθμούς, επικεντρωμένη σε μία αύξηση του κόστους του εργατικού δυναμικού αυξάνει τις τιμές του τουριστικού προϊόντος. Ουσιαστικά σ΄ αυτή την διαδικασία το μοντέλο των 4S του μαζικού τουρισμού, όχι μόνον διαμορφώνει ένα υψηλότερο κόστος απ΄ ότι προηγουμένως, αλλά βαθμιαία η ποιότητά του χειροτερεύει. Ως εκ τούτου διαμορφώνεται μία κατάσταση κορεσμού και παρακμής.
Ο κορεσμός του τουριστικού προϊόντος
Η μελέτη του ελληνικού τουριστικού προϊόντος δείχνει ότι η ικανοποίηση που απορρέει από την κατανάλωση τουριστικών αγαθών και υπηρεσιών μειώνεται διαχρονικά. Το τουριστικό προϊόν αποτελούμενο, σε μεγάλο βαθμό, από έναν μεγάλο αριθμό banal/κοινοτύπων στοιχείων, αδυνατεί διαχρονικά να οδηγήσει σε μία μεγιστοποίηση του βαθμού ικανοποίησης των τουριστών-καταναλωτών, δίνοντας θέση στην αδιαφορία και στην ανία. Ως εκ τούτου το τουριστικό προϊόν θα όφειλε να διευρυνθεί, να ανανεωθεί και να διαφοροποιηθεί.
Σύμφωνα με τους Arnaud και Kovasshazy, Poon κ.λ.π, το νέο προϊόν θα πρέπει να είναι τυποποιημένο και να διαθέτει κάποια στάνταρς, να είναι ανταγωνιστικό, να είναι ποιοτικό, να ακολουθεί τις επιταγές/επιθυμίες της πελατείας, να είναι διαφοροποιημένο και να κάνει χρήση των εργαλείων και των εξελίξεων της πληροφορικής.
Το πέρασμα από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο δεν γίνεται αυτόματα, ούτε προϋποθέτει τους ίδιους ρυθμούς. Αυτό απορρέει από την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη των χωρών και των περιοχών υποδοχής.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα υποδοχής που γνωρίζει την παρακμή του μοντέλου των 4S και θα έπρεπε να προσανατολίζεται χρόνια πριν σε μία μετατροπή/διαφοροποίηση/εμπλουτισμό του τουριστικού της προϊόντος.
Η κρίση του Ελληνικού τουριστικού μοντέλου
Το έτος 1991 με την μείωση κατά 11,2% του αριθμού των διεθνών τουριστών σηματοδοτείται η έναρξη της κρίσης του ελληνικού τουρισμού. Όλοι οι παραδοσιακοί δείκτες μειώνονται. Η λέξη ΄΄κρίση΄΄ αρχίζει να διαχέεται από τα Μ.Μ.Ε και τους επαγγελματίες του τουριστικού τομέα. Ωστόσο ελάχιστες ήσαν οι αναφορές στην πραγματική χροιά της κρίσης, ενώ απουσιάζει η εμπεριστατωμένη άποψη των εθνικών τουριστικών φορέων και οργανισμών.
Ορισμένοι προβάλλουν την ιδέα μίας αρνητικής και περαστικής συγκυρίας. Άλλοι πιο προβληματισμένοι καταγράφουν τις δομικές αδυναμίες ενός συστήματος και αμφισβητούν την αρμονική σχέση που διέπει τουρισμό και οικονομική ανάπτυξη.
Μέσα από μία σειρά αναλύσεων προκύπτει ότι η ελληνική τουριστική κρίση παρουσιάζει ταυτόχρονα έναν χαρακτήρα συγκυριακό και δομικό.
Τελικά πέρα από μία γενικότερη κρίση του ελληνικού τουρισμού, η διαχρονική χειροτέρευση του υιοθετημένου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, ανταποκρίνεται σε μία κρίση του μοντέλου των 4S.
Κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του ποσοτικού μοντέλου που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, διακρίνονται τέσσερις διαφορετικοί περίοδοι μεταξύ 1950 και 2008, σχετικά με τις αυξητικές τάσεις του διεθνούς τουρισμού και τις φάσεις του κύκλου ζωής του προϊόντος.
Η πρώτη περίοδος αφορά την χρονική περίοδο 1950-1970 και αντιπροσωπεύει την φάση της εισαγωγής/ανάπτυξης.
Η δεύτερη περίοδος αφορά την χρονική περίοδο 1971-1980 και αντιπροσωπεύει την φάση της σταθεροποίησης.
Η τρίτη περίοδος αφορά την χρονική περίοδο 1981-1990 και αντιπροσωπεύει μία φάση αβεβαιότητας.
Η τέταρτη περίοδος αφορά την χρονική περίοδο 1991-2008 που αντιπροσωπεύει μία φάση ωριμότητας-κορεσμού, συνοδευόμενης από ένα αβέβαιο διεθνές πολιτικό σκηνικό και μία διεθνή οικονομική κρίση.
Στατιστικά το φαινόμενο της μαζικοποίησης, στην περίπτωση του ελληνικού τουριστικού μοντέλου θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία αύξηση των αφίξεων.
Φυσικά η αύξηση των αφίξεων των διεθνών τουριστικών ανάγεται σε μία σύνθετη διαδικασία εφόσον προϋποθέτει :
Μία αύξηση του αριθμού των τουριστών
Μία αντικατάσταση των τουριστών μεσαίων ή υψηλών εισοδηματικών κατηγοριών από τουρίστες χαμηλότερων κατηγοριών.
Έτσι καταγράφεται μία μείωση της κατανάλωσης του προϊόντος ΄΄ήλιος και θάλασσα΄΄, η οποία δεν επηρεάζει ουσιαστικά την διαμόρφωση ενός ιδίου και αμετάβλητου προϊόντος.
Κατόπιν τούτου διαπιστώνεται ότι η κρίση μπορεί να είναι περισσότερο γενικευμένη και πολυδιάστατη. Τίθεται όμως ένα πρώτο ερώτημα.
Η κρίση αποτελεί μία γενική κρίση ;
Οι στατιστικές διαπιστώσεις δεν αποδεικνύονται επαρκείς για να διαγνώσουν την κρίση του τουριστικού τομέα. Μετά το 1990 και συγκεκριμένα την περίοδο 1990-1996 η στασιμότητα ή η επιβράδυνση/μείωση των τουριστικών αφίξεων δεν αντιπροσωπεύουν το πιο ανησυχητικό σημείο. Εκείνο το οποίο δημιουργεί πραγματική ανησυχία είναι η διακοπή της αναπτυξιακής τάσης που είχε καταγράψει έως τότε ο τουρισμός.
Ένα δεύτερο ερώτημα γεννιέται.
Άραγε αυτή η διακοπή της ανοδικής πορείας μπορεί να σχετίζεται με μία κρίση του ελληνικού τουρισμού ως απόρροια μίας διεθνούς τουριστικής κρίσης;
Η ελληνική τάση μεταξύ 1990 και 1991 ακολούθησε την διεθνή τάση, χωρίς συνέχεια ωστόσο για το επόμενο χρονικό διάστημα. Φυσικά μεταξύ τουριστικών αφίξεων και τουριστικών εισπράξεων παρατηρείται μία μείωση των δεύτερων, χωρίς ωστόσο να υπάρχει απόλυτη αντιστοίχηση μεταξύ τους.
Η περίπτωση του ελληνικού τουρισμού ανταποκρίνεται περισσότερο ή λιγότερο στο μοντέλο των 4S και υποδηλώνει προφανώς την σχετική ύπαρξη μίας κρίσης. Αυτή η κρίση αποδεικνύεται πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη. Για να προβούμε σε αξιόπιστες διαπιστώσεις απαιτείται μία εις βάθος ανάλυση όπου θα λαμβάνονται υπόψη πολυάριθμες μεταβλητές. Ως εκ τούτου ο ελληνικός τουρισμός με έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις, γνώρισε μία σύνθετη και πολυδιάστατη κρίση που οφείλεται :
-στην αρνητική συγκυρία που επηρέασε και τον τουρισμό
-στις διαρθρωτικές/δομικές αιτίες/αδυναμίες
Στα πλαίσια μίας σφαιρικής προσέγγισης, η οικονομική και πολιτική συγκυρία δεν αρκεί από μόνη της να αιτιολογήσει την κρίση και το μέγεθός της. Ως εκ τούτου θα πρέπει να προστεθεί στα παραπάνω και ένας αριθμός δομικών/διαρθρωτικών αιτιών που χαρακτηρίζονται ως πολυεπίπεδες. Αυτές είναι οι ακόλουθες τέσσερις :
Α. Οι ‘φυσικές αιτίες» ερμηνεύονται από τους τουριστικούς κύκλους και τις περιόδους ανάπτυξης και παρακμής ενός μοντέλου.
Β. Η Ελλάδα σταμάτησε να είναι μία «φθηνή χώρα υποδοχής τουριστών»
Γ. Η εμφάνιση ανταγωνιστριών χωρών, οι οποίες προσφέρουν ένα τουριστικό προϊόν (οργανωμένα ταξίδια) παρόμοιο με εκείνο της Ελλάδας, αλλά σε μία καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής.
Δ. Η μεγάλη εξάρτηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος από έναν μικρό αριθμό χωρών προέλευσης και ιδίως από την γερμανική και βρετανική τουριστική αγορά. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ο μεγάλος βαθμός παρέμβασης των Τ.Ο στην εμπορευματοποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Οι ερμηνείες που προβάλλουν οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες όπως ο ΄΄Πόλεμος του Κόλπου΄΄ το 1991, ή η διεθνής οικονομική κρίση του 2007-2008, εν μέρει μόνον μπορούν να αιτιολογήσουν την κρίση του ελληνικού τουριστικού μοντέλου.
Τα δομικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού
Ο ελληνικός τουρισμός εάν επιθυμεί να επιβιώσει του διεθνούς ανταγωνισμού και εάν επιζητεί να παραμείνει ένας αξιόλογος οικονομικός παράγοντας (εισοδήματα, απασχόληση) θα πρέπει να επιχειρήσει μία αναδιάρθρωση του προϊόντος στα πλαίσια διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Οι διαρθρωτικοί παράγοντες που συνηγορούν σ΄αυτό είναι οι εξής :
A. Η κρίση ήταν συνέπεια ενός ποσοτικού μοντέλου, το οποίο ωθήθηκε στα όριά του και απεικονίζεται στην υπέρ προσφορά τουριστικών καταλυμάτων. Η αύξηση των ξενοδοχειακών καταλυμάτων στην παράκτια ζώνη, βασιζόταν στην βασική προϋπόθεση διατήρησης και μεγέθυνσης της τουριστικής ζήτησης. Ωστόσο αυτή η προϋπόθεση δεν επαληθεύτηκε και αποτέλεσε την απαρχή μείωσης της ποιότητας, ως απόρροια μίας ξενοδοχειακού τύπου κρίσης (συμπληρωματικά τουριστικά καταλύματα, παραθεριστικές κατοικίες κ.λ.π, που είναι δύσκολο να καταγραφούν στατιστικά).
Έτσι η αύξηση των τιμών των ξενοδοχειακών καταλυμάτων οδήγησε τους τουρίστες στην αναζήτηση άλλου τύπου καταλυμάτων, χαμηλότερης ποιότητας και παρεχομένων υπηρεσιών.
Η ξενοδοχειακή κρίση, μέσω μίας πλεονασματικής προσφοράς επί της ζήτησης μπορεί να οφείλεται επίσης στην διαρροή ενός αριθμού πελατών, συνήθως υψηλής εισοδηματικής στάθμης, προς άλλους προορισμούς. Η κρίση του ελληνικού τουρισμού, υπήρξε εξ΄ αρχής μία κρίση του τουριστικού καταλύματος χωρικά προσδιορισμένου στην παράκτια ζώνη και απευθυνόμενου σε μία αγορά οριοθετημένης από τα 4S.
B. Το δεύτερο πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού ορίζεται στην προσφορά ενός και μόνο προϊόντος (4S), το οποίο είχε επιτρέψει στην χώρα να αυξήσει τις τουριστικές της εισπράξεις που απαιτούνται για την οικονομική της ανάπτυξη. Σήμερα το μοντέλο των 4S φαίνεται να έχει φθάσει σ΄ ένα επίπεδο κορεσμού.
Γ. Η τρίτη μεγάλη διαρθρωτική αιτία της κρίσης του ελληνικού τουρισμού θα μπορούσε να είναι η διαρκής αλλοίωση των χωρικών ενοτήτων υποδοχής των τουριστών, που οφείλεται στην περιβαλλοντική, αισθητική και ηχητική ρύπανση, την υπερβολική συγκέντρωση των δομών της υποδοχής, την ελλειμματική ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και των εγκαταστάσεων υγιεινής, των ανεπαρκών υποδομών κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν ΄΄μια κακή τουριστική ανάπτυξη΄΄ και αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη ποιοτικού τουρισμού.
Δ. Η τελευταία αξιόλογη αιτία που θα μπορούσε να ερμηνεύσει την δομική κρίση του ελληνικού τουρισμού, είναι η απουσία πολιτικής ευαισθησίας για τον τουριστικό τομέα. Αυτή η βιομηχανία διαθέτει ακόμα στην Ελλάδα κεντρικούς χωρικά και συγκεντρωτικούς λειτουργικά μηχανισμούς, χωρίς να υφίστανται αποκεντρωμένοι αυτόνομοι τουριστικοί οργανισμοί, όπως στις χώρες της Δ. Ευρώπης, σ΄ επίπεδο περιφέρειας, νομού και τόπου.
Άλλα φαινόμενα που λειτουργούν προσθετικά στα ήδη υπάρχοντα είναι οι απεργίες και ιδίως σε αεροδρόμια και αερομεταφορές, ή ανασφάλεια σε κάποιες μεγάλες πόλεις κ.λ.π.
Ένα διαφοροποιημένο μοντέλο : το μοντέλο των 4Ε
Το μοντέλο των 4S βασίστηκε ουσιαστικά στον ορισμό του «homo-touristicus masse«, τον οποίο χαρακτηρίζει μία συμπεριφορά αγέλης και ένας τύπος κατανάλωσης επικεντρωμένος στον μιμητισμό. Η ομοιομορφία, ίδια του μοντέλου, φαίνεται ότι αφήνει ελάχιστα περιθώρια σε μία εξατομίκευση των συμπεριφορών αλλά και των προτιμήσεων/επιθυμιών των δυνητικών τουριστών.
Ο παράκτιος παραθεριστικός τουρισμός, σαν παραδοσιακό μοντέλο διευθέτησης και ανάπτυξης του τουρισμού, δεν ικανοποιεί πλέον τις νέες απαιτήσεις της τουριστικής πελατείας. Αυτό το αποδεικνύει η βραδεία αύξηση του αριθμού των τουριστών στις Μεσογειακές χώρες, καθώς και οι χαμηλές πληρότητες των ξενοδοχειακών καταλυμάτων.
Στην περίπτωση μίας δομικού τύπου κρίσης και λιγότερο μίας άλλης, απόρροιας οικονομικών κυρίως συγκυριών προτείνεται :
Η αναζήτηση ενός μακροχρόνιου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης σε σχέση με ένα βραχυχρόνιο στόχο
Η ανάδειξη της ποιότητας έναντι της ποσότητας.
Η διαφοροποίηση έναντι της ομογενοποίησης.
Σε αντιπαράθεση με το μοντέλο των 4S προτείνεται ένα νέο μοντέλο των 4 Ε που απορρέει από τις ίδιες αναζητήσεις του τουρίστα και το τουριστικό προϊόν της χωρικής ενότητας υποδοχής.
Αυτό επικεντρώνεται στις ακόλουθες τέσσερις μεταβλητές :
-Environment and clean nature
-Educational tourism, culture and history
-Event and mega event
-Entertainment and fun
Το υποθετικό αυτό μοντέλο αποτελεί πλέον μία κύρια στρατηγική για έναν μεγάλο αριθμό χωρών προκειμένου να έχουν πρόσβαση στον ΄΄νέο τουρισμό΄΄. Η ουσιαστική διαφορά σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, βρίσκεται στην γενικότερη αντίληψη που διαμορφώνεται αναφορικά με τον τουρισμό σε μία χώρα υποδοχής. Ο τουρισμός χαρακτηρίζεται βιομηχανία και συχνά βαριά βιομηχανία και ως εκ τούτου φαίνεται να απαιτεί έναν υψηλό βαθμό σχεδιασμού.
Έτσι μία διαδικασία αντικατάστασης του ενός μοντέλου από το άλλο επιβάλλεται, ολικά ή μερικά, άλλοτε βραδύτερα, άλλοτε ταχύτερα, δεδομένων των χρηματοδοτικών δυσκολιών, αλλά και των διεργασιών αντίληψης και προσαρμογής, διοικούντων, παραγωγών και πληθυσμού υποδοχής.
Η κρίση του ελληνικού τουρισμού για περισσότερο από μία δεκαετία, έχει κάνει συνειδητή σε μεγάλο αριθμό παραγωγών αλλά και διοικούντων την ανάγκη μετατροπής του ελληνικού τουριστικού μοντέλου των 4S σ΄ εκείνο των 4 Ε καθώς και της εφαρμογής του.
Η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην ποιότητα έναντι της ποσότητας, αποτελεί ίσως την σημαντικότερη αναζήτηση μίας κοινωνίας υποδοχής που επιθυμεί να δώσει νέα ώθηση στον τουριστικό τομέα.
Αναφορικά με την ανάλυση που προηγήθηκε, διαφαίνεται ότι η κρίση του ελληνικού τουρισμού προϋπήρχε της διεθνούς οικονομικής κρίσης και μπορεί να χαρακτηριστεί δομική.
Η διεθνής οικονομική κρίση με την σειρά της θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα οικονομικά αποτελέσματα του ήδη υπάρχοντος τουριστικού μοντέλου.
Οι λύσεις στο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα αναλύθηκαν παραπάνω. Οι επιπτώσεις όμως στον βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα συνεπάγονται :
-συμπίεση τιμών και άσκηση μεγαλύτερης πίεσης εκ μέρους των Τ.Ο
-μείωση των πληροτήτων στα τουριστικά καταλύματα
-αύξηση της εποχικότητας
-μείωση της διάρκειας παραμονής
-μείωση της κατά κεφαλή τουριστικής δαπάνης κ.λ.π
Η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής, πρέπει να εγκαταλείψει το μοντέλο του Ford στο οποίο στήριξε την τουριστική της ανάπτυξη και να διαμορφώσει ένα μοντέλο επικεντρωμένο στην ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών. Ως εκ τούτου οι αναζητήσεις αφορούν έναν τουρισμό που μπορεί να χαρακτηριστεί ΄΄μετά Ford΄΄ επικεντρωμένου ως επί το πλείστον στην ποιότητα των εξοπλισμών, του περιβάλλοντος και του εργατικού δυναμικού.