Της Ρούλας Σαλούρου
Πηγή:www.capital.gr
Παρασκευή, 7 Ιανουαρίου 2011
Υψηλά ποσοστά φτώχειας και φαινόμενα ακραίας υλικής αποστέρησης παρουσιάζει η χώρα μας. Ένας στους δέκα έλληνες αδυνατεί να καλύψει τέσσερις από τις 9 ανάγκες που απαρτίζουν το δείκτη ακραίας υλικής αποστέρησης, έναν εναλλακτικό δείκτη φτώχειας που χρησιμοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δείχνει τις δραματικές διαστάσεις που προσλαμβάνει το φαινόμενο, το τελευταίο διάστημα.
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης αλλά και άμβλυνσης του φαινομένου, επεδίωξε μέσω ενός συγχρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση Σχεδίου Δράσης, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας σε συνεργασία με το Δίκτυο συνεργασίας «Φτώχεια και Εργασία» που δημιουργήθηκε για να εντοπίζει και να αναδεικνύει τις διαστάσεις του φαινομένου, να εντοπίζει τις υστερήσεις σε κάθε τομέα (εργασιακές σχέσεις, αμοιβές, κοινωνικές μεταβιβάσεις, κοινωνικές υπηρεσίες) και να υποστηρίζει την ανάληψη κοινών δράσεων για την άμβλυνση του προβλήματος.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΕΚΑ, Στάβη Σαλουφάκου, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα, παρόλο που στο δημόσιο διάλογο η φτώχεια ταυτίζεται με την έλλειψη εργασίας, η πλειοψηφία των φτωχών στην Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, είναι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Μάλιστα, η συνδικαλίστρια επισημαίνει πως η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις που αυτή έχει στην αγορά εργασίας, εκτός από την αύξηση της ανεργίας, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις αποδοχές των εργαζομένων, αυξάνοντας την ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος και το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Βάσει της μελέτης του ΕΚΑ η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, της τάξης του 20,1%. Υψηλότατο είναι και το χάσμα φτώχειας (24,7%), ο λόγος δηλαδή της απόστασης του διάμεσου εισοδήματος των φτωχών από το κατώφλι φτώχειας, προς το κατώφλι φτώχειας.
Σύμφωνα με τον ευρέως διαδεδομένο ορισμό της φτώχειας, ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το εισόδημα του νοικοκυριού στο οποίο είναι μέλος, είναι μικρότερο από το 60% του διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας. Το διαθέσιμο εισόδημα ορίζεται ως το εισόδημα μετά τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Για τον προσδιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος χρησιμοποιείται μια κλίμακα ισοδυναμίας η οποία σταθμίζει το πρώτο μέλος της οικογένειας με 1, κάθε επιπλέον ενήλικα με 0,5 και κάθε επιπλέον παιδί με 0,3.
Ιδιαίτερα υψηλή είναι στη χώρα μας και η μακροχρόνια φτώχεια. Να σημειωθεί ότι τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. εμφανίζουν οι σκανδιναβικές χώρες καθώς και οι χώρες με συντηρητικό – κορπορατιστικό καθεστώς, δηλαδή οι Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο και Αυστρία, όπου οι κοινωνικές παροχές καλύπτουν ένα σχετικά ευρύ φάσμα κοινωνικών κινδύνων, ωστόσο το δικαίωμα σε αυτές θεμελιώνεται με βάση το κοινωνικο-επαγγελματικό status και την εργασιακή καριέρα των ατόμων.
Το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ε.Ε των 27, παρουσιάζει η Ελλάδα και όσον αφορά στην υλική αποστέρηση, ενώ στο 11,2% βρίσκεται και το ποσοστό ακραίας υλικής αποστέρησης. Ο εναλλακτικός αυτός δείκτης, βασίζεται στη δυνατότητα κάλυψης των παρακάτω 9 αναγκών:
1. Γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη ημέρα.
2. μια εβδομάδα διακοπές το χρόνο.
3. αντιμετώπιση έκτακτων εξόδων.
4. επαρκή θέρμανση στο σπίτι.
5. αποπληρωμή χωρίς δυσκολίες των τοκοχρεολυσίων, των ενοικίων και των λογαριασμών.
6. πλυντήριο στην κατοικία διαμονής.
7. έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία διαμονής.
8. τηλέφωνο στην κατοικία διαμονής.
9. κατοχή αυτοκινήτου.
Ένα νοικοκυριό χαρακτηρίζεται από υλική αποστέρηση, όταν αδυνατεί να καλύψει τουλάχιστον 3 από τις 9 αυτές ανάγκες. Επίσης, χαρακτηρίζεται από ακραία υλική αποστέρηση όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης τουλάχιστον 4 από τις 9 ανάγκες.
Όσον αφορά στη φτώχεια των εργαζομένων, η μελέτη δείχνει ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρουσιάζουν υπερτριπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου (16% έναντι 5,1%). Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (26% έναντι 13,5%). Οι κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, είναι υψηλότερος από τον κίνδυνο φτώχειας των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης στην Ε.Ε.
Τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα και την Ε.Ε. εμφανίζουν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με παιδιά.
Στο σύνολο της ελληνικής περιφέρειας, το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει ο αγροτικός κλάδος και το χαμηλότερο ο κλάδος της εκπαίδευσης.
Στην Αττική, υψηλότερος κίνδυνος φτώχειας καταγράφεται στον κατασκευαστικό κλάδο και χαμηλότερος στις επικοινωνίες.
Σύμφωνα με την κ. Σαλουφάκου, η αντιμετώπιση της φτώχειας των εργαζομένων προϋποθέτει την ενίσχυση της πλήρους και καλά αμειβόμενης απασχόλησης με σταθερότητα στη σχέση εργασίας, ενώ είναι απαραίτητο να αναμορφωθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί αποτελεσματικό στην άμβλυνση της φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους.
(ένα blog για τη Νεοελληνική Γλώσσα και Έκφραση / για μαθητές, καθηγητές και άλλους...)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΤΩΧΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΤΩΧΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 11 Μαΐου 2011
Υλικό Παραγωγής Λόγου / Η φτώχεια στον καιρό της αφθονίας
Η φτώχεια στον καιρό της αφθονίας
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος
http://www.tovima.gr
Σύμφωνα με τη διατύπωση του αμερικανού ανθρωπολόγου Μάρσαλ Σάλινς, η μόνη μέχρι τώρα κοινωνία της αφθονίας, η μόνη δηλαδή ανθρώπινη κοινωνία που δεν γνώριζε τη φτώχεια, ήταν η νεολιθική. Δεν πρόκειται για απλό παραδοξολόγημα.
Αν ορίσουμε τη φτώχεια ως μια κατάσταση όπου υπάρχουν μεγάλες παρεκκλίσεις ανάμεσα στις ανάγκες των ατόμων και στη δυνατότητά τους να τις ικανοποιούν, τότε είναι προφανές ότι οι κοινωνίες οι οποίες παράγουν μεν από κοινού λίγο αλλά αυτό που παράγουν τους φθάνει, δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν φτωχές. Οι πρωτόγονοι που κυνηγούν μόνον τόσα θηράματα και μαζεύουν μόνον τόσους άγριους καρπούς όσο τους χρειάζεται για να χορτάσουν δεν είναι φτωχοί. Και γι' αυτό ακριβώς αφού ασχοληθούν ελάχιστες ώρες για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, αφού δηλαδή τελειώσουν τη σύντομη αναγκαία «εργασία» τους, περνούν τον υπόλοιπο «ελεύθερο χρόνο» τους κατά το δοκούν. Ικανοποιώντας λοιπόν όλες τους τις ανάγκες ζουν ως «πλούσιοι».
Η φτώχεια είναι συνεπώς ιστορική κατηγορία. Η στέρηση, η επιβίωση κάτω από το ελάχιστο συντήρησης και η αθλιότητα είναι φαινόμενα και ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν να τεθούν έξω από τις κοινωνίες που τα εκτρέφουν. Κάθε κοινωνία δημιουργεί τις δικές της ανάγκες, παράγει τα δικά της στερητικά σύνδρομα και ορίζει τα δικά της ηθικά και κοινωνικά κριτήρια γύρω από τα επιτρεπτά όρια της στέρησης. Και είναι σαφές ότι τα όρια αυτά καθορίζονται ανάμεσα στα άλλα από την έκταση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας αλλά και για τις κυρίαρχες παραστάσεις, για τα αίτια και τους μηχανισμούς που παράγουν, αναπαράγουν, διαιωνίζουν και επιτρέπουν την ανισότητα αυτή.
* Ανάπτυξη και εξαθλίωση
Ετσι, οι δικές μας ανεπτυγμένες κοινωνίες εμφανίζουν στο σημείο αυτό μια σειρά από γνωρίσματα που τις διαφοροποιούν από όλες τις προηγούμενες. Από τη μια μεριά η ισονομία και η ισοπολιτεία συνεπάγονται την άμεση συγκρισιμότητα όλων των ανθρώπων μεταξύ τους. Ολοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου αλλά και ενώπιον της φαντασιακής συγκρότησης των βιοτικών τους προοπτικών. Οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν ταυτόσημο δικαίωμα να διεκδικούν και να αποκτούν ίσοις όροις πρόσβαση σε όλες τις κοινωνικές αξίες. Και αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με βάση τα ίδια αφετηριακά κριτήρια.
Από την άλλη μεριά είναι γεγονός ότι οι αξιωματικά πλέον δημοκρατικές κοινωνίες μας γίνονται ολοένα πιο πλούσιες, παράγουν ολοένα και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες όλων των ειδών και απελευθερώνουν μέσω της πάγκοινης θέασης του πλούτου τα εξ ορισμού πλέον ακαθήλωτα φαντασιακά των ατόμων. Οι ανάγκες και οι στερήσεις είναι πολύ πιο ανυπόφορες όταν δεν είναι γενικές. Οσο πιο άνισες, πιο διαστρωματωμένες και πιο πολωμένες είναι οι κοινωνίες τόσο και διευρύνεται το εύρος των αναγκών που ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να απαιτεί να ικανοποιήσει. Μέσα στον περιρρέοντα πλούτο λοιπόν η φτώχεια αναδεικνύεται στο ύψιστο κοινωνικό και ηθικό σκάνδαλο, στην πιο άμεση έκφραση των δυσαρμονιών και αθλιοτήτων της κοινωνίας μας. Πριν καν να μιλήσει κανείς για «κοινωνική δικαιοσύνη» και «κοινωνική επιείκεια» η πραγματικότητα και το θέαμα μιας αυξανόμενης φτώχειας η οποία γειτνιάζει με μιαν επίσης αυξανόμενη αφθονία είναι λοιπόν από κάθε άποψη αποκρουστικό και απαράδεκτο.
Ετσι δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά οι κοινωνίες υποχρεώνονται να ορίσουν και να μετρήσουν τη φτώχεια. Ως «επιτρεπτά όρια της φτώχειας» (δίχως βέβαια να προσδιορίζεται το ηθικό ή λογικό κριτήριο του επιτρεπτού) ορίζονται τα ατομικά εισοδήματα που βρίσκονται κάτω από το ήμισυ του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας. Ακόμα λοιπόν και αν το ηθικό και ποιοτικό αυτό σκάνδαλο ορίζεται ποσοτικά, είναι γεγονός ότι ακόμα και έτσι το ζήτημα της φτώχειας μπαίνει στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Κανείς πια δεν δικαιούται να μη βλέπει και να μη γνωρίζει. Οι κοινωνίες μας εκτρέφουν αθλιότητα, πολύ μεγαλύτερη και πιο ανυπόφορη από αυτήν που απλώς τεκμηριώνουν οι αριθμοί. Κάτι πρέπει να γίνει.
* Το χρέος του πλούτου
Πέρα λοιπόν από το ζήτημα της εκμετάλλευσης και του κοινωνικού αποκλεισμού, ανεξάρτητα από το ζήτημα της ολοένα και πιο άδικης κατανομής του πλούτου και άσχετα από το ζήτημα του αναλφαβητισμού και της ανεργίας, η απόλυτη στέρηση, η φτώχεια και η αθλιότητα είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν αμέσως. Η κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, η καθολική εκπαίδευση ακόμα και η πλήρης απασχόληση είναι ζητήματα που αναφέρονται στη θεμελιακή δομή της κοινωνίας. Και με αυτήν την έννοια εντάσσονται στο πλαίσιο ενός πολιτικού και οικονομικού προγραμματισμού, ο οποίος πάντα ιεραρχεί και διαπραγματεύεται. Η αθλιότητα όμως δεν μπορεί να περιμένει. Οι σημερινοί φτωχοί δεν είναι απλώς στερημένοι. Βρίσκονται αποκλεισμένοι από τον κόσμο που τους περιβάλλει, αιχμάλωτοι ενός αξεπέραστου περιθωρίου, ακυρωμένοι ως προς τις θεμελιώδεις λειτουργίες τους ως ελεύθερων ανθρώπων. Η επιβίωση και ενίσχυσή τους δεν είναι λοιπόν καν αντικείμενο μιας «κοινωνικής πολιτικής», η οποία όλο και πιο πολύ εμφανίζεται υποχρεωμένη να συνυπολογίζει μια σειρά από συγκρουόμενες παραμέτρους και αντιτιθέμενα συμφέροντα. Η προστασία των φτωχών από την απόλυτη εξαθλίωση βρίσκεται πριν από την ιεράρχηση των συλλογικών αναγκών, πριν από την κοινωνική ευαισθησία και πριν από τις οποιεσδήποτε άλλες επιλογές. Ασχέτως λοιπόν από το ερώτημα για τα αίτια της φτώχειας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον το φαινόμενο αυτό είναι δυνατόν να εξαλειφθεί στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών και πέρα από τα μέτρα που είναι δυνατόν να ληφθούν έτσι ώστε να μειωθεί ο αριθμός των εξαθλιωμένων, η συνύπαρξη του τερατώδους πλούτου με την απόλυτη και αυξανόμενη αθλιότητα είναι απολύτως απαράδεκτη. Καμία μελλοντική προσδοκία δεν δικαιώνει την ανοχή ενός φρικαλέου παρόντος. Οσες κοινωνίες είναι έστω και στοιχειωδώς ανεπτυγμένες δεν είναι δυνατόν να ανέχονται την εξαθλίωση των κοινωνιών. Πριν καν να περιφρονήσει ή να φοβηθεί τη φτώχεια, ο πλούτος οφείλει να την ντρέπεται. Και να δρα αναλόγως.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος
http://www.tovima.gr
Σύμφωνα με τη διατύπωση του αμερικανού ανθρωπολόγου Μάρσαλ Σάλινς, η μόνη μέχρι τώρα κοινωνία της αφθονίας, η μόνη δηλαδή ανθρώπινη κοινωνία που δεν γνώριζε τη φτώχεια, ήταν η νεολιθική. Δεν πρόκειται για απλό παραδοξολόγημα.
Αν ορίσουμε τη φτώχεια ως μια κατάσταση όπου υπάρχουν μεγάλες παρεκκλίσεις ανάμεσα στις ανάγκες των ατόμων και στη δυνατότητά τους να τις ικανοποιούν, τότε είναι προφανές ότι οι κοινωνίες οι οποίες παράγουν μεν από κοινού λίγο αλλά αυτό που παράγουν τους φθάνει, δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν φτωχές. Οι πρωτόγονοι που κυνηγούν μόνον τόσα θηράματα και μαζεύουν μόνον τόσους άγριους καρπούς όσο τους χρειάζεται για να χορτάσουν δεν είναι φτωχοί. Και γι' αυτό ακριβώς αφού ασχοληθούν ελάχιστες ώρες για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, αφού δηλαδή τελειώσουν τη σύντομη αναγκαία «εργασία» τους, περνούν τον υπόλοιπο «ελεύθερο χρόνο» τους κατά το δοκούν. Ικανοποιώντας λοιπόν όλες τους τις ανάγκες ζουν ως «πλούσιοι».
Η φτώχεια είναι συνεπώς ιστορική κατηγορία. Η στέρηση, η επιβίωση κάτω από το ελάχιστο συντήρησης και η αθλιότητα είναι φαινόμενα και ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν να τεθούν έξω από τις κοινωνίες που τα εκτρέφουν. Κάθε κοινωνία δημιουργεί τις δικές της ανάγκες, παράγει τα δικά της στερητικά σύνδρομα και ορίζει τα δικά της ηθικά και κοινωνικά κριτήρια γύρω από τα επιτρεπτά όρια της στέρησης. Και είναι σαφές ότι τα όρια αυτά καθορίζονται ανάμεσα στα άλλα από την έκταση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας αλλά και για τις κυρίαρχες παραστάσεις, για τα αίτια και τους μηχανισμούς που παράγουν, αναπαράγουν, διαιωνίζουν και επιτρέπουν την ανισότητα αυτή.
* Ανάπτυξη και εξαθλίωση
Ετσι, οι δικές μας ανεπτυγμένες κοινωνίες εμφανίζουν στο σημείο αυτό μια σειρά από γνωρίσματα που τις διαφοροποιούν από όλες τις προηγούμενες. Από τη μια μεριά η ισονομία και η ισοπολιτεία συνεπάγονται την άμεση συγκρισιμότητα όλων των ανθρώπων μεταξύ τους. Ολοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου αλλά και ενώπιον της φαντασιακής συγκρότησης των βιοτικών τους προοπτικών. Οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν ταυτόσημο δικαίωμα να διεκδικούν και να αποκτούν ίσοις όροις πρόσβαση σε όλες τις κοινωνικές αξίες. Και αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με βάση τα ίδια αφετηριακά κριτήρια.
Από την άλλη μεριά είναι γεγονός ότι οι αξιωματικά πλέον δημοκρατικές κοινωνίες μας γίνονται ολοένα πιο πλούσιες, παράγουν ολοένα και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες όλων των ειδών και απελευθερώνουν μέσω της πάγκοινης θέασης του πλούτου τα εξ ορισμού πλέον ακαθήλωτα φαντασιακά των ατόμων. Οι ανάγκες και οι στερήσεις είναι πολύ πιο ανυπόφορες όταν δεν είναι γενικές. Οσο πιο άνισες, πιο διαστρωματωμένες και πιο πολωμένες είναι οι κοινωνίες τόσο και διευρύνεται το εύρος των αναγκών που ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να απαιτεί να ικανοποιήσει. Μέσα στον περιρρέοντα πλούτο λοιπόν η φτώχεια αναδεικνύεται στο ύψιστο κοινωνικό και ηθικό σκάνδαλο, στην πιο άμεση έκφραση των δυσαρμονιών και αθλιοτήτων της κοινωνίας μας. Πριν καν να μιλήσει κανείς για «κοινωνική δικαιοσύνη» και «κοινωνική επιείκεια» η πραγματικότητα και το θέαμα μιας αυξανόμενης φτώχειας η οποία γειτνιάζει με μιαν επίσης αυξανόμενη αφθονία είναι λοιπόν από κάθε άποψη αποκρουστικό και απαράδεκτο.
Ετσι δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά οι κοινωνίες υποχρεώνονται να ορίσουν και να μετρήσουν τη φτώχεια. Ως «επιτρεπτά όρια της φτώχειας» (δίχως βέβαια να προσδιορίζεται το ηθικό ή λογικό κριτήριο του επιτρεπτού) ορίζονται τα ατομικά εισοδήματα που βρίσκονται κάτω από το ήμισυ του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας. Ακόμα λοιπόν και αν το ηθικό και ποιοτικό αυτό σκάνδαλο ορίζεται ποσοτικά, είναι γεγονός ότι ακόμα και έτσι το ζήτημα της φτώχειας μπαίνει στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Κανείς πια δεν δικαιούται να μη βλέπει και να μη γνωρίζει. Οι κοινωνίες μας εκτρέφουν αθλιότητα, πολύ μεγαλύτερη και πιο ανυπόφορη από αυτήν που απλώς τεκμηριώνουν οι αριθμοί. Κάτι πρέπει να γίνει.
* Το χρέος του πλούτου
Πέρα λοιπόν από το ζήτημα της εκμετάλλευσης και του κοινωνικού αποκλεισμού, ανεξάρτητα από το ζήτημα της ολοένα και πιο άδικης κατανομής του πλούτου και άσχετα από το ζήτημα του αναλφαβητισμού και της ανεργίας, η απόλυτη στέρηση, η φτώχεια και η αθλιότητα είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν αμέσως. Η κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, η καθολική εκπαίδευση ακόμα και η πλήρης απασχόληση είναι ζητήματα που αναφέρονται στη θεμελιακή δομή της κοινωνίας. Και με αυτήν την έννοια εντάσσονται στο πλαίσιο ενός πολιτικού και οικονομικού προγραμματισμού, ο οποίος πάντα ιεραρχεί και διαπραγματεύεται. Η αθλιότητα όμως δεν μπορεί να περιμένει. Οι σημερινοί φτωχοί δεν είναι απλώς στερημένοι. Βρίσκονται αποκλεισμένοι από τον κόσμο που τους περιβάλλει, αιχμάλωτοι ενός αξεπέραστου περιθωρίου, ακυρωμένοι ως προς τις θεμελιώδεις λειτουργίες τους ως ελεύθερων ανθρώπων. Η επιβίωση και ενίσχυσή τους δεν είναι λοιπόν καν αντικείμενο μιας «κοινωνικής πολιτικής», η οποία όλο και πιο πολύ εμφανίζεται υποχρεωμένη να συνυπολογίζει μια σειρά από συγκρουόμενες παραμέτρους και αντιτιθέμενα συμφέροντα. Η προστασία των φτωχών από την απόλυτη εξαθλίωση βρίσκεται πριν από την ιεράρχηση των συλλογικών αναγκών, πριν από την κοινωνική ευαισθησία και πριν από τις οποιεσδήποτε άλλες επιλογές. Ασχέτως λοιπόν από το ερώτημα για τα αίτια της φτώχειας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον το φαινόμενο αυτό είναι δυνατόν να εξαλειφθεί στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών και πέρα από τα μέτρα που είναι δυνατόν να ληφθούν έτσι ώστε να μειωθεί ο αριθμός των εξαθλιωμένων, η συνύπαρξη του τερατώδους πλούτου με την απόλυτη και αυξανόμενη αθλιότητα είναι απολύτως απαράδεκτη. Καμία μελλοντική προσδοκία δεν δικαιώνει την ανοχή ενός φρικαλέου παρόντος. Οσες κοινωνίες είναι έστω και στοιχειωδώς ανεπτυγμένες δεν είναι δυνατόν να ανέχονται την εξαθλίωση των κοινωνιών. Πριν καν να περιφρονήσει ή να φοβηθεί τη φτώχεια, ο πλούτος οφείλει να την ντρέπεται. Και να δρα αναλόγως.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)