Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ / ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ / ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Πληθυσμιακή γήρανση. Μία βραδυφλεγής βόμβα

Του Economist

Σταματήστε για μία στιγμή να σκέφτεστε τη βαθιά ύφεση που πλήττει τον πλανήτη, τα πακέτα διάσωσης τρισεκατομμυρίων δολαρίων και τις χαμένες θέσεις εργασίας που συνεχώς αυξάνονται. Αντιθέτως, αναλογιστείτε την προοπτική μιας μελλοντικής αναιμικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με μία εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα, αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες και ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Αυτά είναι τα προβλήματα που αναμένεται ν’ αντιμετωπίσουν οι γηράσκουσες κοινωνίες μας στο μέλλον. Εάν σας ακούγονται λίγα ή σας φαίνονται ήσσονος σημασίας ζητήματα, σκεφτείτε το ξανά.

Όταν, πριν από έναν ακριβώς μήνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προσπάθησε να υπολογίσει τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, βρήκε ότι το οικονομικό της κόστος είναι τεράστιο. Οι δημοσιονομικές θέσεις των G20 είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες εντός του 2009. Εκτιμώντας, όμως, το συνολικό οικονομικό βάρος της γήρανσης του πληθυσμού το 2050, διαπίστωσε ότι «για τις ανεπτυγμένες χώρες το δημοσιονομικό βάρος της κρίσης ανέρχεται σε μόλις 10% του συνόλου των δαπανών που απαιτούνται λόγω της σταδιακής γήρανσης των κοινωνιών τους». Το υπόλοιπο 90% αφορά σε επιπρόσθετες δαπάνες για συντάξεις, υγεία και φροντίδα των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας.

Ο πληθυσμός των πλούσιων χωρών του πλανήτη γερνάει με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό. Οι φτωχοί ακολουθούν κατά πόδας. Βρίσκονται μόλις μερικές δεκαετίες πίσω. Σύμφωνα με τη διετή Έκθεση Δημογραφικών Εκτιμήσεων που εκδίδει ο ΟΗΕ, το 2050 η μέση ηλικία όλων των χωρών του πλανήτη αναμένεται να ανέλθει από τα 29 στα 38 έτη. Σήμερα, μόλις το 11% από τα 6,9 εκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη, υπερβαίνουν σε ηλικία τα 60 έτη. Σύμφωνα με τη βασική εκτίμηση του ΟΗΕ, μέχρι το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει φτάσει στο 22% (σε ένα συνολικό πληθυσμό 9 δισεκατομμυρίων) και στις ανεπτυγμένες χώρες το 33% (βλ. Πίνακα 2). Για να το πούμε πιο απλά, στον ανεπτυγμένο κόσμο το 2050 ένας στους τρεις θα είναι συνταξιούχος. Σχεδόν ένας στους δέκα θα είναι ηλικίας άνω των 80 ετών.


Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία σταδιακή, πλην όμως ασταμάτητη εξέλιξη, η οποία εν καιρώ θα έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Μέχρι στιγμής, είναι ελάχιστες οι χώρες οι οποίες διαθέτουν ήδη μεγάλους πληθυσμούς ηλικιωμένων και οι οποίες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της πληθυσμιακής γήρανσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις το εργατικό δυναμικό μόλις πρόσφατα ξεκίνησε να συρρικνώνεται και ο αριθμός των ηλικιωμένων να αυξάνεται. Μέχρι το 2020, όμως, η γήρανση θα είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Διατηρώντας μια μικρή επιφύλαξη στην περίπτωση που συμβεί κάποια τεράστια φυσική ή ανθρώπινη καταστροφή, οι δημογραφικές αλλαγές είναι πολύ πιο βέβαιο ότι θα συμβούν σε σύγκριση με άλλες μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όπως για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή. Κάθε ένας από τους 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους άνω των 60 το 2050 έχει ήδη γεννηθεί.

Τα αίτια της πληθυσμιακής γήρανσης

Τι είναι αυτό που προκαλεί την πληθυσμιακή γήρανση; Δύο μακροχρόνια αίτια καθώς και η προσωρινή επίδραση της πληθυσμιακής έκρηξης του babyboom θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως κυρίαρχες τάσεις στα στατιστικά σχεδιαγράμματα για τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Το πρώτο μεγάλο αίτιο αφορά στο γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και κατέστη η νέα δημογραφική πραγματικότητα. Το 1900 το μέσο προσδόκιμο ζωής στον πλανήτη ήταν τα 30 έτη και στις ανεπτυγμένες χώρες λίγο κάτω από τα 50. Σήμερα είναι 67 και 78 έτη αντίστοιχα και ακόμα αυξάνονται. Σε πείσμα της όλης συζήτησης για την επερχόμενη «κρίση γήρανσης των πληθυσμών», η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι σίγουρα κάτι για το οποίο πρέπει να αισθανόμαστε ευγνώμονες. Ειδικά σήμερα που οι ηλικιωμένοι παραμένουν υγιείς, σε καλή κατάσταση και δραστήριοι για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν.

Το δεύτερο και πολύ πιο σημαντικό αίτιο της διαδικασίας πληθυσμιακής γήρανσης είναι το γεγονός ότι οι σημερινοί άνθρωποι γεννάνε πολύ λιγότερο με αποτέλεσμα οι νεότερες ηλικιακές ομάδες να είναι πολύ μικρές σε μέγεθος για να μπορέσουν να εξισορροπήσουν το αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων. Η συγκεκριμένη δημογραφική τάση προέκυψε πιο αργά συγκριτικά με την τάση για μακροζωία, πρώτα στις ανεπτυγμένες χώρες και πλέον αφορά και στις φτωχότερες χώρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 οι γυναίκες ανά τον πλανήτη γεννούσαν μέσο όρο 4,3 παιδιά η κάθε μία. Ο σημερινός παγκόσμιος μέσος όρος είναι 2,6, με τις ανεπτυγμένες να βρίσκονται στο 1,6. Ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι μέχρι το 2050 ο μέσος όρος γεννητικότητας του πλανήτη θα έχει πέσει σε μόλις δύο παιδιά με αποτέλεσμα στα μέσα του αιώνα ο πληθυσμός της γης να ξεκινήσει σταδιακά να αποκλιμακώνεται. Σε ορισμένες χώρες παρατηρείται ήδη συρρίκνωση του πληθυσμού. Ανάλογα με την άποψη που έχει ο καθένας αυτό μπορεί να αποτελεί μια θετική ή αρνητική εξέλιξη, σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η προσωρινή πληθυσμιακή έκρηξη του baby boom, η οποία συνέβη στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διόγκωσε τις συνέπειες της χαμηλής γεννητικότητας και της υψηλής μακροζωίας. Η περίοδος της μεταπολεμικής πληθυσμιακής έκρηξης διαφέρει από χώρα σε χώρα ωστόσο στις ΗΠΑ, όπου η συγκεκριμένη δημογραφική εξέλιξη υπήρξε πιο ισχυρή, υπολογίζεται ότι καλύπτει τα πρώτα είκοσι χρόνια μετά το 1945. Κατά την περίοδο αυτή γεννήθηκαν περίπου 80 εκατομμύρια Αμερικανοί. Οι πρώτοι έχουν ήδη βγει στη σύνταξη. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια οι babyboomers θα διογκώσουν τον αριθμό των συνταξιούχων, εξέλιξη η οποία θα οδηγήσει σε μείωση του εργατικού δυναμικού παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Ως συνήθως, ο στατιστικοί μέσοι όροι κρύβουν πολλές φορές ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές οι οποίες υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη. Στις πιο πλούσιες χώρες της Ασίας, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν οι πληθυσμοί είναι ήδη γερασμένοι και θα συνεχίσουν να γερνάνε με αμείωτη ταχύτητα. Η Ευρώπη χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, για παράδειγμα, διαθέτουν μικρά οικογενειακά μεγέθη και γερνάνε με γρήγορους ρυθμούς. Αντιθέτως, η Γαλλία, η Βρετανία και οι περισσότερες Σκανδιναβικές χώρες έχουν περισσότερα παιδιά. Στην Ανατολική Ευρώπη και ειδικά τη Ρωσία, ο ρυθμός γεννήσεων είναι πολύ χαμηλός, όμως ταυτόχρονα και το προσδόκιμο ζωής έχει πέσει πολύ. Η Αμερική, χάρη στη σταθερή γεννητικότητα και την υψηλή μετανάστευση, αναμένεται να είναι ακόμα σχετικά νέα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα.

Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες δε χρειάζεται ν’ ανησυχούν για την πληθυσμιακή γήρανση. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Παρά το γεγονός ότι οι γεννήσεις έχουν πέσει κατά πολύ, οι πληθυσμοί είναι ακόμα νέοι και θα παραμείνουν έτσι για μερικές ακόμα δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιοχές το AIDS έχει οδηγήσει στο θάνατο πολλούς οικονομικά ενεργούς ενεργούς ενήλικες. Μακροπρόθεσμα όμως εκτιμάται ότι οι ίδιοι παράγοντες –λιγότερες γεννήσεις και μακροζωία- θα οδηγήσουν και τις αναπτυσσόμενες χώρες στο δρόμο της πληθυσμιακής γήρανσης. Ήδη έχουν 490 εκατομμύρια κατοίκους άνω των 60, αριθμός ο οποίος αναμένεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2050. Δεδομένου ότι οι περισσότερες φτωχές χώρες δε διαθέτουν κράτος πρόνοιας και κανενός είδους κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, θα είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν αυτά τα μεγέθη.

Η μοναδική από τις αναπτυσσόμενες χώρες που γερνάει γρήγορα είναι η Κίνα. Κυρίως, επειδή τα τελευταία τριάντα χρόνια διατήρησε σφιχτούς περιορισμούς στην αύξηση του πληθυσμού της. Μπορεί να μην κατάφερε να πραγματοποιήσει πλήρως την «πολιτική του ενός παιδιού», όπως είθισται να αποκαλείται - ο μέσος όρος παιδιών ανά γυναίκα στην Κίνα είναι κοντά στο δύο-, όμως οι συγκεκριμένοι περιορισμοί υπήρξαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί στο να σταθεροποιηθεί συνολικά ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Κίνας θα φτάσει τα 1,46 δισεκατομμύρια το 2030 και έκτοτε θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται σταδιακά. Το πρόβλημα με την Κίνα είναι ότι παρά την κολοσσιαία ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών, απέχει πολύ από το να θεωρείται πλούσια, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχει πρόβλημα να απορροφήσει το κόστος που προκαλεί η ραγδαία πληθυσμιακή γήρανση.

Λιγότερα χέρια, σκληρότερη δουλειά

Σύμφωνα με τη μακροοικονομική θεωρία οι χώρες που αντιμετωπίζουν έντονα το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης έχουν αυξημένες πιθανότητες να μπουν σε τροχιά αναιμικής ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλες, στην πληθυσμιακή σύνθεση των οποίων κυριαρχούν οι νέοι. Όσο όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται και όλο και λιγότεροι νέοι τους αντικαθιστούν, το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή μειώνεται, εκτός και αν αυξηθεί η παραγωγικότητα με πολύ ταχύτερο ρυθμό. Όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι οι εργαζόμενοι στο μέλλον θα είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτερης ηλικίας, ίσως πρέπει να περιμένουμε ότι θα είναι και λιγότερο παραγωγικοί.

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ο λόγος εργαζόμενων-συνταξιούχων θα επιδεινωθεί δραματικά εις βάρος των εργαζόμενων μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Στην Ιαπωνία για παράδειγμα, η οποία αυτή τη στιγμή διαθέτει 3 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο –ήδη ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως- ο λόγος θα υποδιπλασιαστεί μέχρι το 2050. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα μια και θα είναι λιγότερα τα παιδιά που θέλουν φροντίδα. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα παιδιά κοστίζουν λιγότερο από τους ηλικιωμένους και το συνολικό οικονομικό βάρος για την κοινωνία θα είναι μεγαλύτερο σε σχέση με σήμερα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο ΟΟΣΑ υπολόγισε ότι στις επόμενες τρεις δεκαετίες η μείωση του εργατικού δυναμικού που αφορά αποκλειστικά στη διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης δυνητικά θα μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη των κρατών μελών του κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες.

Η πληθυσμιακή γήρανση θα επηρεάσει επίσης τις χρηματοοικονομικές αγορές. Σύμφωνα με την "υπόθεση κύκλου ζωής για την αποταμίευση " (life cycle savings theory), που ανέπτυξαν οι Franco Modigliani και Richard Brumberg (1950), οι άνθρωποι προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατανάλωση στη διάρκεια της ζωής τους, ξοδεύοντας περισσότερο όταν είναι νέοι και ηλικιωμένοι και αποταμιεύοντας περισσότερο στις μέσες ηλικίες. Ως εκ τούτου, όσο οι πληθυσμοί γερνάνε, η συνολική αποταμίευση στην οικονομία μειώνεται, με τα πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία να ρευστοποιούνται. Το γεγονός αυτό έχει κάνει πολλούς να ανησυχούν για το ενδεχόμενο κατάρρευσης των τιμών των πάσης φύσεως assets, δεδομένου ότι πολλοί ίσως σπεύσουν να προβούν σε μαζικές πωλήσεις. Όμως, μια σειρά επιστημονικών ερευνών έχει δείξει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν το σενάριο αυτό. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας στις ΗΠΑ πράγματι αποταμιεύουν λιγότερο, όμως στο σύνολό τους όχι πολύ λιγότερο από τους μεσήλικες.

Ο James Poterba, καθηγητής Οικονομίας στο ΜΙΤ, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τρία είδη νοικοκυριών με συνταξιούχους στις ΗΠΑ: α) τα πιο φτωχά, περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου, τα οποία θα διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσής τους με τη βοήθεια της Social Security και της Medicare ακόμα και αν έχουν λιγότερες αποταμιεύσεις, β) το πλουσιότερο 10-15% το οποίο έχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και πλούτο και κατά πάσα πιθανότητα δε θα χρειαστεί να προβεί σε ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, γ) η μεγάλη πλειοψηφία των μεσαίων στρωμάτων η οποία είναι υποχρεωμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις για να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να βασιστεί στις δικές της πενιχρές πολύ συχνά αποταμιεύσεις.

Για τα δημόσια οικονομικά, η πληθυσμιακή γήρανση αποτελεί τεράστιο πονοκέφαλο. Σε χώρες όπου οι δημόσιες συντάξεις αποτελούν τη βασική πηγή εισοδήματος για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, είναι δεδομένο ότι αυτές θα απαιτήσουν μεγαλύτερο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού ή θα πρέπει να γίνουν λιγότερο γενναιόδωρες, εξέλιξη βέβαια που θα συναντήσει μεγάλη κοινωνική και πολιτική αντίσταση - οι ηλικιωμένοι άλλωστε έχουν την τάση να προσέρχονται μαζικά στις κάλπες σε αντίθεση με τους νέους οι οποίοι είθισται να απέχουν. Οι δαπάνες για την υγεία επίσης, οι οποίες στις περισσότερες χώρες έχουν ήδη εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη, είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς όσο οι ασθενείς μεγαλώνουν σε ηλικία. Δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει μια τεράστια αύξηση των ατόμων ηλικίας άνω των 80, είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθούν περισσότεροι πόροι, και πολύ σκέψη, ώστε να μπορέσουν οι κοινωνίες μας να παράσχουν μακροχρόνια φροντίδα σε όσους την έχουν ανάγκη.

Τι μπορεί να γίνει; Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης καθιστούν ακόμα πιο αναγκαία τη μεταρρύθμιση των συστημάτων συντάξεων και υγείας. Οι κάτοικοι των πιο πλούσιων χωρών πρέπει να αποθαρρυνθούν από την ιδέα ότι οι κρατικές συντάξεις θα γίνονται όλο και πιο γενναιόδωρες με την πάροδο του χρόνου και η κρατικά παρεχόμενη υγεία περισσότερο περιεκτική. Δεδομένου ότι όλοι ζουν περισσότερο, στην πλειονότητά τους σε καλή κατάσταση υγείας, θα πρέπει να αποδεχτούν να δουλεύουν και περισσότερο, και οι συντάξεις τους να είναι μικρότερες.

Τίθεται τελικά ένα ερώτημα: η κρίση θα ενθαρρύνει τις όποιες αλλαγές ή θα τις καταστήσει πιο δύσκολες; Όσοι αισθάνονται μη προνομιούχοι, πολύ φυσιολογικά θα σκεφτούν ότι η κυβέρνηση οφείλει να πράξει περισσότερα για την ευημερία τους και όχι λιγότερα. Από την άλλη μεριά πολλοί ισχυρίζονται ότι μια και τα πάντα βρίσκονται υπό αναθεώρηση, οι όποιες αλλαγές ίσως είναι πολύ πιο εύκολο να προωθηθούν. Αναφέρονται δε τακτικά σε μία φράση του Ομπάμα «ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη».

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Γολγοθάς η μητρότητα στην Ελλάδα

Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου γερνούν ακατάπαυστα, όπως δείχνει νέα διεθνής μελέτη, ενώ όσες είναι φιλικότερες προς τις μητέρες (π.χ. Γαλλία, Νορβηγία) κρατούν τη γεννητικότητά τους σε ικανοποιητικά επίπεδα

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 07/11/2010,
http://www.tovima.gr/science/article/?aid=365523

Εχει από μικρή όνειρα και στόχους. Περνά τη σχολική ζωή της έχοντας στον νου της «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει». Παλεύει για μια θέση στο πανεπιστήμιο και όταν το τελειώνει προχωρεί και σε μεταπτυχιακές σπουδές, αφού χωρίς αυτές πλέον το βιογραφικό θεωρείται εντελώς «φτωχό». Με αυτά και με εκείνα έχει φτάσει να οδεύει ολοταχώς προς τα τριάντα και ψάχνει αγωνιωδώς για μια... επαγγελματική θέση στον ήλιο. Και όταν τη βρίσκει ξεκινά νέος αγώνας για να καταφέρει να εδραιωθεί, να εξελιχθεί και να ανελιχθεί στην επαγγελματική κλίμακα. Κάπου στο ενδιάμεσο σκέφτεται ότι ίσως ήρθε η ώρα να γίνει και μητέρα, ωστόσο οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν αφήνουν περιθώριο ούτε για σκέψεις. «Αδύνατον» λέει στον εαυτό της, «δεν προλαβαίνω, άσε που μπορεί να χάσω και τη δουλειά που με τόσο κόπο βρήκα αν μείνω έγκυος». Και τα χρόνια περνούν και εκείνη καθυστερεί συνεχώς τη μητρότητα. Και κάποια ημέρα, όταν τελικά αποφασίσει ότι παρά τις δυσκολίες ήλθε η ώρα να γίνει μητέρα, η ζωή και η φύση πιθανόν να έχουν αποφασίσει διαφορετικά. Αυτή η γνώριμη εικόνα για πολλές γυναίκες αποτελεί και την... άτεκνη φωτογραφία της Ελλάδας, όπως την αποτυπώνει μια νέα διεθνής μελέτη στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι Ελληνίδες και κυρίως εκείνες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου καθυστερούν σημαντικά να αποκτήσουν το πρώτο παιδί τους, γεγονός που προφανώς έχει αντίκτυπο τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια «γερασμένη» χώρα. Ας το λάβουν υπόψη τους οι αρμόδιοι με τις... γερασμένες αντιλήψεις που είναι σε μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για το ότι δεν «γεννιούνται» παιδικά χαμόγελα ελπίδας. Η μελέτη
Η μελέτη που δημοσιεύεται στο τεύχος Νοεμβρίου του επιστημονικού περιοδικού «Ρopulation Studies» αποτελεί «τέκνο» ειδικών από διαφορετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και κέντρα σε Βρετανία, Γαλλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, ΗΠΑ και Ελλάδα. Διεξήχθη με χρηματοδότηση του αμερικανικού, μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου RΑΝD Corporation, το οποίο έχει ως στόχο τη βελτίωση των πολιτικών που αφορούν την κοινωνική μέριμνα μέσω της έρευνας και της ανάλυσης. Από την Ελλάδα συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν η κυρία Γεωργία Βερροπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Δημογραφίας στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, και ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Χρ. Μπάγκαβος.

Οι επιστήμονες συνέκριναν επίσημα στατιστικά δεδομένα τα οποία αφορούσαν τις γεννήσεις του πρωτότοκου τέκνου σε διαφορετικές χώρες και συγκεκριμένα στη Γαλλία, στη Νορβηγία, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» η κυρία Βερροπούλου, σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα τα δεδομένα προήλθαν από την τελευταία απογραφή του πληθυσμού που έγινε το 2001. Μελετήθηκαν γυναίκες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1950 και του 1960 (επελέγησαν οι συγκεκριμένες έτσι ώστε να έχουν ολοκληρώσει σε γενικό πλαίσιο τον κύκλο της αναπαραγωγικής ζωής τους όταν διεξήχθη η ανάλυση).

Φιλικές χώρες και μη

Οι χαρές της μητρότητας δεν αντισταθμίζουν εύκολα τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει μια μητέρα στη σημερινή Ελλάδα Οι συμμετέχουσες χώρες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: η πρώτη περιελάμβανε τη Γαλλία και τη Νορβηγία, οι οποίες θεωρούνται «φιλικές» προς τις μητέρες σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική τους αφού έχουν υιοθετήσει μέτρα διαφορετικών παροχών όπως οι άδειες ανατροφής μετ΄ αποδοχών, οι γονεϊκές άδειες και τα πολλά επιδόματα. Η δεύτερη ομάδα αφορούσε τον αποκαλούμενο αγγλοαμερικανικό άξονα (Βρετανία και ΗΠΑ), όπου ακολουθούνται όχι ιδιαιτέρως φιλικές προς την οικογένεια και την εργασία της μητέρας πολιτικές, και η τρίτη τη Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), η οποία έχει και τη λιγότερο... μητρική συμπεριφορά προς τις μέλλουσες- ή και νυν- μητέρες. Η (μη) κοινωνική πολιτική που ακολουθείται στη Νότια Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις γυναίκες έχει ήδη αποτυπωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και στις γεννήσεις στη χώρα μας, αναφέρει η κυρία Βερροπούλου. «Από τη δεκαετία του 1980 και μετά εμφανίζεται σημαντική πτώση των επιπέδων γονιμότητας στην Ελλάδα.Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπου δεν ακολουθείται και η πιο φιλική πολιτική για τις μητέρες,η γονιμότητα βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα από τη Νότια Ευρώπη- αντιστοιχούν περίπου 1,8 παιδιά ανά γυναίκα,όταν στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες όπως η δική μας μόλις 1,4 παιδιά ανά γυναίκα.Στις δε φιλικές προς τις μητέρες χώρες όπως η Νορβηγία και η Γαλλία η γονιμότητα είναι σχεδόν στα 2 παιδιά ανά γυναίκα».

Οι ερευνητές θέλησαν να δουν πότε έγιναν οι γυναίκες των διαφορετικών χωρών για πρώτη φορά μητέρες αφού προηγουμένως τις χώρισαν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο μόρφωσής τους. «Η κατώτερη κατηγορία περιελάμβανε γυναίκες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,στο μεσαίο επίπεδο θεωρήθηκε ότι ανήκουν γυναίκες που έχουν συμπληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή έχουν φοιτήσει σε κάποιες σχολές, που όμως δεν θεωρούνται πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ στο ανώτερο επίπεδο εισήχθησαν οι γυναίκες που είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση» εξηγεί η κυρία Βερροπούλου.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, στις φιλικές προς τις μητέρες χώρες δεν παρατηρείται ανάλογη καθυστέρηση στη γέννηση του πρώτου παιδιού συγκριτικά με τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, καθώς και με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Σε κάθε περίπτωση η όποια καθυστέρηση στις «φιλομητρικές» χώρες είναι ανεξάρτητη από το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας, κάτι που δεν συμβαίνει στα νοτιοευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Οι Ελληνίδες δεν το αποφασίζουν
Συγκεκριμένα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της μελέτης για τη χώρα μας, συνολικά στη γενεά γυναικών που γεννήθηκαν το 1950 το 24,7% απέκτησε το πρώτο τέκνο πριν από την ηλικία των 21 χρόνων, το 35,7% μεταξύ του 21ου και του 25ου έτους, το 21,8% από τα 26 ως τα 33 έτη, ενώ ποσοστό της τάξεως του 17,7% παρέμενε άτεκνο στην ηλικία των 33 ετών. Στη γενεά γυναικών του 1960 οι συσχετισμοί αυτοί φάνηκε να αλλάζουν: το 17,9% των γυναικών που ανήκαν στη μεταγενέστερη αυτή γενεά απέκτησε το πρώτο παιδί του πριν από τα 21 έτη, ενώ στην περίοδο των σπουδών και της ανεύρεσης εργασίας (μεταξύ 21 και 25 ετών) το ποσοστό των γυναικών που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες ήταν 24,8% (δηλαδή, μείωση κατά περίπου 10% σε σύγκριση με τις γυναίκες αντίστοιχης ηλικίας στη γενεά του 1950). Στη γενεά του 1960 το 27,2% των γυναικών απέκτησε το πρώτο παιδί μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ ένα σεβαστό ποσοστό της τάξεως του 30,1% παρέμενε άτεκνο στα 33 έτη.

Η καθυστέρηση της απόφασης για απόκτηση παιδιού φάνηκε μάλιστα να είναι σημαντικά εντονότερη στις Ελληνίδες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου: σε αυτή την κατηγορία από τις γυναίκες που ανήκαν στη γενεά του 1950 το 4,2% απέκτησε το πρώτο παιδί πριν από την ηλικία των 21 ετών, το 25,2% μεταξύ των 21 και 25 ετών, το 40,3% μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ ποσοστό της τάξεως του 30,3% παρέμενε άτεκνο στην ηλικία των 33 χρόνων. Στις δε Ελληνίδες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου που γεννήθηκαν δέκα χρόνια αργότερα και ανήκουν στη γενεά του 1960 το 2,8% απέκτησε για πρώτη φορά παιδί πριν από τα 21 έτη, το 14% μεταξύ των 21 και 25 ετών, το 43% μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ στην ηλικία των 33 ετών τέσσερις στις δέκα γυναίκες παρέμεναν άτε κνες. Για να εννοήσει κάποιος καλύτερα τη διαφορά αξίζει να αναφέρουμε ότι από τις γυναίκες της γενεάς του 1960 που ανήκαν στο κατώτερο μορφωτικό επίπεδο τέσσερις στις 10 απέκτησαν το πρώτο παιδί τους πριν από την ηλικία των 21 ετών ενώ μόλις το 17% δεν είχε αποκτήσει παιδί ως την ηλικία των 33 ετών.

Η Νότια Ευρώπη γερνά
Παρόμοια με την (άτεκνη) εικόνα της Ελλάδας είναι εκείνη που αποτυπώνεται και στα υπόλοιπα κράτη της Νότιας Ευρώπης αλλά ως κάποιον βαθμό και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη μελέτη. Ωστόσο σε χώρες όπως η Νορβηγία, που θεωρείται από τις «ηγέτιδες» σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κράτος, τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες ισορροπούν πολύ καλύτερα μεταξύ των δύο σημαντικών ρόλων τους, αυτού που αφορά τις σπουδές και την επαγγελματική ζωή και εκείνου που αφορά τη μητρότητα: για να κάνετε ευκολότερα τις συγκρίσεις αξίζει να μάθετε ότι οι Νορβηγίδες της γενεάς του 1960 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί πριν από το 21ο έτος τους σε ποσοστό της τάξεως του 12%, μεταξύ του 21ου και του 25ου έτους τους σε ποσοστό περίπου 32%, ενώ μεταξύ του 26ου και του 33ου έτους τους σε ποσοστό της τάξεως του 36,5%. Περίπου δύο στις δέκα γυναίκες αυτής της γενεάς παρέμεναν άτεκνες στο 33ο έτος της ζωής τους. Οπως φαίνεται λοιπόν και από τα στοιχεία, ακόμη και στα παραγωγικά χρόνια των σπουδών, της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και της εύρεσης εργασίας δεν είναι λίγες οι γυναίκες που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες, αρκεί να γνωρίζουν ότι θα ζουν σε ένα περιβάλλον που θα τους επιτρέψει να το πράξουν. Μάλλον το κατάλληλο αυτό περιβάλλον είναι το... κρύο σε ό,τι αφορά το κλίμα αλλά άκρως ζεστό για τις μητέρες βορειοευρωπαϊκό και όχι το κατά τα άλλα... εύκρατο αλλά άκρως ψυχρό σε ό,τι αφορά τη στήριξη των γυναικών περιβάλλον της Νότιας Ευρώπης.

Οι εκτιμήσεις των ειδικών είναι ότι αυτή η τάση της (μη) μητρότητας συνεχίζεται αμείωτη στη χώρα μας. Ωστόσο η κυρία Βερροπούλου επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο μένει να υπολογιστεί επισήμως στο μέλλον αφού δεν έχουμε στα χέρια μας νέα στοιχεία απογραφής του πληθυσμού ώστε να μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.

Οι κοινωνικές αιτίες
Για ποιον λόγο όμως οι Ελληνίδες καθυστερούν τη μητρότητα; Τα αίτια του φαινομένου είναι ποικίλα, σχολιάζει η καθηγήτρια. «Ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι από τη μία πλευρά οι ίδιες οι γυναίκες με την πάροδο του χρόνου είδαν πιο “ζεστά” το θέμα της εκπαίδευσης και της εργασίας, όπως ήταν και είναι οι επιταγές των καιρών. Από την άλλη πλευρά, η πολιτεία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης,όπως η δική μας, δεν διευκόλυνε τις γυναίκες στον διπλό ρόλο που κλήθηκαν να παίξουν προσπαθώντας να ισορροπήσουν τις σπουδές και αργότερα την εργασία με τη μητρότητα.Ετσι η τάση είναι οι γυναίκες να καθυστερούν ολοένα και περισσότερο την απόφαση για μητρότητα,γεγονός που έχει τόσο βιολογικές όσο και κοινωνικές επιπτώσεις».

Ποιες είναι αυτές οι επιπτώσεις; Η επιστήμονας εξηγεί ότι «αρχικώς το να καθυστερήσει μια γυναίκα να κάνει το πρώτο παιδί μεταφράζεται τελικώς σε ακόμη δυσκολότερη απόφαση να φέρει στον κόσμο και δεύτερο,γεγονός που συνδέεται με υπογεννητικότητα στη χώρα.Παράλληλα η καθυστέρηση έχει και βιολογικές παραμέτρους αφού η γονιμότητα των γυναικών αρχίζει να φθίνει μετά τα 30 έτη, με αποτέλεσμα όταν η γυναίκα αισθάνεται έτοιμη να γίνει μητέρα να έρχεται πολλές φορές αντιμέτωπη με τη...φύση».

Το μήνυμα, λοιπόν, σύμφωνα με την κυρία Βερροπούλου, πρέπει πρώτα να αποσταλεί στην πολιτεία, η οποία οφείλει να διευκολύνει τις γυναίκες στο να συνδυάσουν τον ρόλο της εργαζόμενης με εκείνον της μητέρας. Μπορεί στις ημέρες που ζούμε να φαίνεται δύσκολο αλλά δεν είναι αδύνατον: σε χώρες όπως η Σουηδία οι γυναίκες μπορούν να πάρουν άδεια ανατροφής τέκνου επί 36 μήνες με αποδοχές, στη Γαλλία οι τρίτεκνες γυναίκες τυγχάνουν σημαντικής υποστήριξης, ενώ στη Γερμανία υπάρχουν σημαντικά επιδόματα από το πρώτο κιόλας παιδί, το ύψος των οποίων ανεβαίνει μάλιστα με κάθε γέννα. Και το μήνυμα πρέπει να αποσταλεί όχι μόνο στους υπευθύνους του δημόσιου τομέα της χώρας μας αλλά και σε εκείνους του ιδιωτικού που αρκετές φορές στέκονται εμπόδιο απέναντι σε ένα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε γυναίκας που επιθυμεί να το ασκήσει, καταλήγει η επιστήμονας. Το μήνυμα εστάλη. Μακάρι να παραδοθεί και να μη μείνει αναπάντητο...

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Χιλιάδες παιδιά μας λείπουν κάθε χρόνο...

Των ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΞΥΝΟΥ
http://archive.enet.gr

Μια σοβαρή απειλή, με επικίνδυνες συνέπειες, πλανάται πάνω από τη χώρα μας. Το όνομά της δημογραφική κρίση, η οποία, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, παίρνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Εάν η πολιτεία δεν προχωρήσει άμεσα σε καθοριστικές μεταρρυθμίσεις και όχι σε ημίμετρα, όπως δείχνουν οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών και στατιστικών υπηρεσιών, μέχρι τα επόμενα 50 χρόνια η Ελλάδα θα μετατραπεί σε χώρα γερόντων με σημαντική μείωση του αμιγούς ελληνικού πληθυσμού της. Ενα πρόβλημα που, μετά το '81, αντιμετωπίζει στο σύνολό της σχεδόν όλη η Ευρώπη -ελάχιστες οι εξαιρέσεις- αφού σταδιακά μειώνονται οι γεννήσεις και αυξάνονται οι θάνατοι. Οι προβλέψεις λένε ότι μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Ευρώπης θα μειωθεί κατά 8,5 εκατομμύρια κατοίκους, παρά την εισροή των μεταναστών, οι οποίοι, κατά τους μελετητές, αποτελούν «δημογραφική ένεση» για τους πληθυσμούς πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία αντιμετωπίζουν σήμερα το πιο σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα στην Ευρώπη, αφού οι δείκτες γονιμότητας είναι πολύ κάτω από τα όρια για την αντικατάσταση των γενεών. Στη χώρα μας από 2,1 που ήταν το 1981 έφτασε το 1,2 το 2004. Είναι ο χαμηλότερος δείκτης στην Ευρώπη των 15 και ο πέμπτος χαμηλότερος στην Ευρώπη των 25. Την ιδια ώρα η Κομισιόν υποστηρίζει ότι, για ν' αντιστραφεί η τάση συρρίκνωσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, θα πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να ανεβεί στο 2,7.

Οσον αφορά την Ελλάδα, οι αριθμοί που ακολουθούν δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος: σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, κατακόρυφη πτώση σημείωσαν οι γεννήσεις. Από τις 148.000, που ήταν το 1980, κατέβηκαν περίπου στις 100.000 το 2004. Το σημαντικό στοιχείο όμως, που προκύπτει από τη μελέτη που έχει κάνει ο καθηγητής Μανώλης Δρεττάκης, είναι ότι από τις 105.655 γεννήσεις που σημειώθηκαν το 2004, οι 16.852 (16,0%) ήταν από αλλοδαπές μητέρες, ενώ οι γεννήσεις από Ελληνίδες μητέρες το 2004 ήταν περίπου 55.000 λιγότερες απ' ό,τι το '80.

Η δυτική Μακεδονία και η Ηπειρος είναι οι περιοχές της χώρας που αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη υπογεννητικότητα, αντίθετα το νότιο Αιγαίο και η Κρήτη τη μικρότερη. Η πιο σημαντική επίπτωση από την αύξηση της υπογεννητικότητας, σύμφωνα με τον κ. Δρεττάκη, είναι η μείωση των μαθητών με Ελληνες γονείς. Κατά 435.000 μειώθηκαν από το '80 έως το 2004 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

«Σε 30 χρόνια με τα σημερινά δεδομένα οι μετανάστες θα αντιστοιχούν στο 30% του συνολικού πληθυσμού της χώρας» τονίζει ο γενικός γραμματέας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ), Μανώλης Κοντοπυράκης, και προτείνει την πλήρη ενσωμάτωση των νόμιμων μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Οσο για τις αιτίες της υπογεννητικότητας πιστεύει ότι η πρώτη και βασική αιτία είναι η αλλαγή νοοτροπίας της Ελληνίδας, η οποία πρέπει να πειστεί και πάλι ότι το να φέρνεις παιδιά στον κόσμο είναι ευλογία και δεν είναι πρόβλημα. «Η πολιτεία αναμφισβήτητα πρέπει να συμβάλει με μέτρα και κίνητρα, αλλά και οι Ελληνες πρέπει ν' αλλάξουν σκέψη και νοοτροπία. Δεν σημαίνει ότι όταν κάνεις παιδιά, ξεβολεύεσαι από την άνεσή σου» προσθέτει ο κ. Κοντοπυράκης.

Τα τελευταία 14 χρόνια (σύμφωνα με την ΕΣΥΕ) οι γάμοι από 65.568 το 1991 κατέβηκαν στους 51.377 το 2004, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι πολιτικοί από 5.858 (1991) σε 13.881 (2004), γεγονός που αποδίδεται στους γάμους Ελλήνων με μετανάστες ή μεταξύ μεταναστών. Ο δείκτης διαζυγίων αυξήθηκε και από 8% το 1984 έφτασε το 21% το 2004, ενώ οι γυναίκες αποκτούν πλέον το πρώτο τους παιδί σε ηλικία περίπου 29 χρονών, από 25 που ήταν το 1991.

Παράλληλα αυξήθηκαν οι θάνατοι και από 53.000 που ήταν το 1951 έφτασαν τους 105.000 το 2004, όχι από νοσηρότητα, αλλά από γήρανση, όπως επισημαίνει ο καθηγητής του ΕΜΠ Κωστής Κουτσόπουλος. Ετσι τριπλασιάστηκαν τα ηλικωμένα άτομα πάνω των 65 χρόνων. Σήμερα οι νέοι είναι 10% λιγότεροι από τους ηλικωμένους και να σκεφτεί κανείς ότι το 1950 ήταν υπερτετραπλάσιοι των ηλικιωμένων. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, μια χώρα θεωρείται γερασμένη όταν το 7% στο σύνολο του πληθυσμού της είναι άνω των 65 ετών. Στη χώρα μας σήμερα το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου στο 18%, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2025 θα φτάσει το 25%.

Η υπογεννητικότητα, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Αλεξάνδρα Κορωναίου, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που έχει να κάνει με τις αλλαγές στη σύνθεση της παραδοσιακής οικογένειας αλλά και στις σύγχρονες κοινωνίες, σε επίπεδο σχέσεων και κουλτούρας.

Ως σύνθετο λοιπόν και όχι ως ένα απλό κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να το αντιμετωπίσει η πολιτεία και οι εκάστοτε κυβερνήσεις, έτσι ώστε οι γυναίκες που το επιθυμούν -γιατί η μητρότητα είναι επιθυμία και επιλογή- να πειστούν ότι, όταν αποκτήσουν παιδιά, θα μπορέσουν να τα μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια και με μια σχετική οικονομική άνεση, η οποία, σήμερα, στην πλειονότητα των ελληνικών ζευγαριών δεν υπάρχει.

Υλικό Παραγωγής Λόγου / Η δημογραφική πραγματικότητα στην Ελλάδα

Ρόντος Κωνσταντίνος
http://blogs.eliamep.gr

Η θετική εξέλιξη του πληθυσμού από πλευράς μεγέθους, αλλά και διαρθρωτικών χαρακτηριστικών, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική καθώς κατά κανόνα συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ενώ η πληθυσμιακή στασιμότητα, ή ακόμη χειρότερα η μείωση αυτού, οδηγεί τελικά στο μαρασμό, στην κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση και μακροχρόνια υποσκάπτει ακόμη και αυτή την επιβίωση ενός λαού. Ο δημογραφικός παράγοντας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, με παράλληλα μεγάλη γεωγραφική διασπορά, κυρίως ως προς το νησιωτικό χώρο, μέρος του οποίου έχει και ακριτικό χαρακτήρα, γεγονός που επιβάλλει τη δημογραφική ευρωστία ως απολύτως απαραίτητη για την επιβίωσή του. Προκύπτει, επομένως, ότι η εξέλιξη του πληθυσμού δεν θα πρέπει να εξετάζεται μόνο στο σύνολο μιας χώρας, αλλά και στην περιφερειακή της διάσταση, ιδιαίτερα όταν υπάρχει η προοπτική της ερήμωσης νησιωτικών, αγροτικών ή μεθοριακών περιοχών.
Προσθέτουμε τέλος ότι ιστορικά, στη βάση της ανάπτυξης των κοινωνιών παρατηρείται δημογραφική ευρωστία, ενώ της κατάρρευσης αυτών συνήθως προϋπάρχει δημογραφική καχεξία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ακμή και την παρακμή της Κλασσικής Ελλάδας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
2. Η εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδος 1951-2011
Ο πληθυσμός της Ελλάδος, σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή πληθυσμού του 2001, ανέρχεται σε 10,96 εκ. κατοίκους (Πίνακας 1). Στην περίοδο 1991-2001 σημειώνει μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής μόλις 0,66, %, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην σημαντικότατη εισροή ξένων μεταναστών, κατά κύριο λόγο (σε ποσοστό πάνω από 50 %), από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Ρουμανία. Η ίδια απογραφή κατέγραψε 761,8 χιλ μετανάστες, μέγεθος που αποτελεί το 6,9 % του συνολικού πληθυσμού της Χώρας. Το μέγεθος αυτό, λόγω της αδυναμίας καταγραφής του συνόλου των μη νόμιμα παρευρισκόμενων στην Ελλάδα μεταναστών, θεωρείται ως υποεκτίμηση του συνόλου των ξένων μεταναστών κατά το έτος της απογραφής. Θα ήταν ρεαλιστικό να εκτιμήσουμε το πραγματικό μέγεθος στο 1 εκατ., οπότε οι ξένοι μετανάστες αποτελούσαν το 10 % περίπου του συνολικού πληθυσμού.
Πρόβλεψη που έγινε στα πλαίσια της παρούσας ανάλυσης για το έτος 2011, με υπόθεση τη διατήρηση του ίδιου, με την περίοδο 1991-2001, μέσου ετήσιου ρυθμού, δίνουν εκτίμηση πληθυσμού ίση με 11,7 εκατ (Πίνακας 1).. Πιο σύνθετες προβλέψεις (Ρόντος, υπό δημοσίευση) δίνουν εκτίμηση πληθυσμού 11,3 εκ. για το ίδιο έτος.
Από την επεξεργασία των απογραφικών δεδομένων (Πίνακας 2) παρατηρείται η έντονη αστικοποίηση που έλαβε χώρα στη μεταπολεμική Ελλάδα και συγκεκριμένα η τεράστια αύξηση της αναλογίας του αστικού πληθυσμού στο σύνολο αυτού. Το 1951, 38 στους 100 κατοίκους είναι εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα, ενώ σε 50 χρόνια, δηλαδή το 2001, η αναλογία αυτή προσέγγισε τους 75 στους 100 .
Η άνιση κατανομή και η χωρική υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού αντικατοπτρίζεται, επίσης, στο γεγονός ότι το 30% περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδος εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στην περιφέρεια της Πρωτεύουσας (Πίνακας 3). Η άνιση αυτή κατανομή του πληθυσμού υπέρ των αστικών περιοχών και η υπερσυγκέντρωση αυτού κυρίως στην πρωτεύουσα, αποτελεί και το βασικό περιφερειακό πρόβλημα της Χώρας καθώς έχει οδηγήσει στην πληθυσμιακή αποψίλωση και στη δημογραφική αποδόμηση ων αγροτικών, κυρίως, περιοχών.
3. Οι δημογραφικοί παράγοντες και η σημασία τους
Καθώς ο πληθυσμός μιας χώρας μεταβάλλεται μέσω της φυσικής κίνησης (Γεννήσεις-Θάνατοι) και της μεταναστευτικής κίνησης (Εισροή–Εκροή μεταναστών) αυτού, η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με τη διατήρηση ή ακόμη και την αύξηση της θνησιμότητας που παρατηρείται σήμερα στην Ελλάδα, οδηγεί σε αρνητική εξέλιξη (φυσική μείωση) του πρώτου παράγοντα. Αυτό καθιστά απαραίτητη την θετική εξέλιξη του μεταναστευτικού παράγοντα για να παραμείνει στάσιμος ή πολύ περισσότερο για να αυξηθεί ο πληθυσμός.
Η υπογεννητικότητα, αποτελεί σημαντικότατο δημογραφικό παράγοντα επειδή, εκτός της επίδρασής της στο μέγεθος του συνόλου ενός πληθυσμού, μειώνει και την αναλογία των παιδικών και νεανικών ηλικιών με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των σύγχρονων κοινωνιών, ο πληθυσμός να οδηγείται στη δημογραφική γήρανση, δηλαδή σε μια κοινωνία γερασμένη, κατάσταση που έχει σημαντικές συνέπειες σε όλες σχεδόν τις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο δείκτης δημογραφικής γήρανσης (αριθμός ατόμων ηλικίας 65+ που αντιστοιχεί σε 100 παιδιά ηλικίας 0-14) στην Ελλάδα ανήλθε, σε 110 το 2001 και σε 130 το 2006, έναντι τιμής του δείκτη 23,9 το 1951 και 53,7 το 1981.
Η διατήρηση της εξέλιξης αυτής οδηγεί βαθμιαία σε κοινωνική οπισθοχώρηση και σε οικονομική καθυστέρηση καθώς εμποδίζεται η αντικατάσταση-ανανέωση του εργατικού δυναμικού, δυσχεραίνεται η εφαρμογή του ασφαλιστικού συστήματος, υποαπασχολούνται κοινωνικοί πόροι και υποδομές σε τομείς όπως είναι η εκπαίδευση, υγεία, κλπ με ταυτόχρονη αύξηση του κατά κεφαλήν κόστους, εγκαταλείπονται οι τοπικοί πόροι, ιδιαίτερα σε μη αστικές περιοχές, μειώνεται η απόδοση των επενδύσεων, περιορίζεται η δυνατότητα εισαγωγής τεχνολογίας και η αμυντική ικανότητα της χώρας και μακροχρόνια γίνονται λιγότερες. οι ευκαιρίες για την εισαγωγή νεωτερισμών, πρωτοβουλιών και νέων ιδεών, που συνήθως προωθούνται με τις νέες κάθε φορά γενιές.
4. Βασικά αίτια της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα;
Η εξέλιξη των δημογραφικών παραγόντων συνδέεται στενά με το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της κάθε περιόδου σε μια διαδικασία που έχει γίνει γνωστή ως μοντέλο της «δημογραφικής μετάβασης». Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η γεννητικότητα και η θνησιμότητα μειώνονται σταδιακά σε 5 φάσεις, καθώς το βιοτικό επίπεδο και οι συνθήκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης βελτιώνονται και οι κοινωνικές συνθήκες σχετικά με το ρόλο των φύλων, το γάμο και το μέγεθος της οικογένειας μεταβάλλονται.
Γενικά, μειωμένος αριθμός γεννήσεων σε μια γεωγραφική ενότητα μπορεί να προέρχεται είτε από την έλλειψη των φυσικών φορέων της γέννησης, δηλαδή των νέων αναπαραγωγικών ηλικιών, είτε από τη μειωμένη γονιμότητα αυτών που παραμένουν στη δεδομένη περιοχή. Στη μείωση των αναπαραγωγικών ηλικιών της Ελλάδος μεγάλη συμμετοχή είχε η τεράστια μεταπολεμική εξωτερική μετανάστευση προς τις υπερπόντιες και δυτικές χώρες, οι οποίες στην περίοδο 1961-77, απορρόφησαν 1.044.753 μόνιμους και 1.075.007 προσωρινούς, νέους κυρίως, μετανάστες.
Σχετικά με το δεύτερο παράγοντα, τη γονιμότητα, μια πρωτογενής και γενική αιτία θεωρείται η μετάβαση από την αγροτική προς την βιομηχανική κοινωνία και η εγγενής της διαδικασίας αυτής αστικοποίηση, στα πλαίσια της οποίας η σημασία και η χρησιμότητα του τυπικού προτύπου οικογένειας ( βλέπε γάμος με πολλά παιδιά) μεταβλήθηκε και η κοινωνική και θρησκευτική πίεση για το γάμο και την τεκνοποιϊα, κυρίως προς τη γυναίκα, περιορίστηκε, με αποτέλεσμα την σταδιακή εξέλιξη προς τα σύγχρονα πρότυπα. Κύρια δημογραφικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης αυτής είναι η μείωση των γάμων και των γεννήσεων, η αύξηση των διαζυγίων και οι ροές μετανάστευσης από λιγότερο ανεπτυγμένα προς τα πιο ανεπτυγμένα κράτη.
Οι τάσεις αυτές στην Ελλάδα, δηλαδή ο περιορισμός των γάμων σε συνδυασμό με την διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους των γεννήσεων εντός γάμου (95 %), η αναβολή του γάμου προς μεγαλύτερες ηλικίες (33 έτη για τους άνδρες και 30 για τις γυναίκες) και η μείωση της διάρκειας αυτού, λόγω αυξημένης διαζυγιότητας, συντελούν στη διατήρηση του ολικού δείκτη γονιμότητας σε χαμηλά επίπεδα. Δευτερογενείς παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα, στα πλαίσια της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας, είναι η αλλαγή του ρόλου της γυναίκας, η μακρόχρονη συμμετοχή της στην εκπαίδευση, η καθολική σχεδόν είσοδός της στην αγορά εργασίας και ο ατομικισμός-καταναλωτισμός που καθιερώθηκε στις σύγχρονες κοινωνίες και αποτρέπει τις σύγχρονες γενιές από την ανάληψη (και μάλιστα σε μικρές ηλικίες) των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων του γάμου και της γέννησης παιδιών. Οι πρόσφατες αρνητικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, που δυσχεραίνουν την εύρεση εργασίας από τους νέους και πολύ περισσότερο σταθερής (μόνιμης) εργασίας, αποτελούν πρόσθετο αρνητικό παράγοντα σύναψης γάμου και γέννησης παιδιών. Η αναβολή της γέννησης παιδιών προς την ηλικία των 30 ετών κατά μέσο όρο για τη γυναίκα δημιουργεί πρόσθετα και βιολογικές πλέον δυσχέρειες στην σύλληψη παιδιών. Τέλος, η ανεπαρκής και αποσπασματική πολιτική στήριξης της οικογένειας και της τεκνοποιίας στην Ελλάδα διατηρεί και επεκτείνει το πρόβλημα.
5. . Τάσεις για την πορεία του φαινομένου της υπογεννητικότητας με βάση την πορεία των δεικτών.
Οι γεννήσεις σαν απόλυτο μέγεθος μειώθηκαν θεαματικά στη μεταπολεμική περίοδο κατά 1/3 περίπου, δηλαδή από 155.422 το 1951 σε 102.282 το 2001, ενώ ο Ακαθάριστος Δείκτης Γεννητικότητας (ετήσιος αριθμός γεννήσεων σε 1000 κατοίκους) μειώθηκε στο μισό στην ίδια περίοδο (από 20,31 σε 9,34). Ο Ολικός Δείκτης Γονιμότητας μειώθηκε επίσης σε 1,31 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας το 2001, έναντι 2,63 αντίστοιχα του έτους 1951. Στην πρόσφατη δεκαετία του 2000 παρατηρείται μια αύξηση του απόλυτου αριθμού των γεννήσεων σε 112.042 το 2006 και 111.926 το 2007, διατήρηση του ακαθάριστου δείκτη γύρω στο 10 %0 και του δείκτη γονιμότητας στο 1,38, λόγω κυρίως της ενίσχυσης της αναπαραγωγικής βάσης που προήλθε από τους νέους, κατά κανόνα, ξένους μετανάστες και πιθανώς από την εμφάνιση θεαματικά αυξημένου αριθμού γεννήσεων εκτός γάμου στην Ελλάδα σε σχέση με το παρελθόν (6.505 το 2007 έναντι 2.227 το 1981).
Για τις μελλοντικές εξελίξεις είναι δυνατόν να γίνει σειρά προβλέψεων μια και υπάρχουν αρκετές τεχνικές προβολής του πληθυσμού και των δημογραφικών παραγόντων. Θεαματική βελτίωση του αριθμού των γεννήσεων και των σχετικών δεικτών, πάντως, δεν θα πρέπει να αναμένουμε χωρίς την εφαρμογή ισχυρής και ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής και πολιτικής στήριξης της οικογένειας. Αυτό φαίνεται και από τον αριθμό των γεννήσεων του 2007 που παραμένει σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από το 2006, γεγονός που καταδεικνύει την εξασθένηση της δυναμικής αύξησης της περιόδου 2001-2006.
Κλειδί, επίσης, στην εξέλιξη του φαινομένου είναι ο ρυθμός εισροής μεταναστών στην Χώρα, τον οποία ελπίζουμε να καταγράψει και πάλι επιτυχώς η επικείμενη απογραφή πληθυσμού του 2011, ώστε να υπάρξει νέα πληροφόρηση για τις πρόσφατες δημογραφικές εξελίξεις. Τέλος, παρότι οι δείκτες γεννητικότητας και γονιμότητας στην Ελλάδα είναι από τους πλέον χαμηλούς στην Ευρώπη, είναι πιθανή ακόμη και η περαιτέρω μείωση αυτών, προΐούσης της μεγάλης δημογραφικής γήρανσης και της πιθανής γενίκευσης της αρνητικών εξελίξεων που επηρεάζουν κοινωνικά και βιολογικά τη γονιμότητα. Αν θα θέλαμε να καταγράψουμε μια μακροχρόνια πρόβλεψη για τον Ολικό Δείκτη Γονιμότητας της Ελλάδος, παραθέτω αυτή της EUROSTAT (2006), που προβλέπει 1,5 παιδιά ανά γυναίκα παραγωγικής ηλικίας, μέγεθος που παραμένει σταθερό για την περίοδο 2025-2050 και βρίσκεται μεν σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά, αλλά ούτε καν προσεγγίζει τα όρια αναπαραγωγής του πληθυσμού (2,1).
6. Η δημογραφική κατάσταση στα Βαλκάνια-Τουρκία, Σκόπια, Βουλγαρία και Αλβανία- και γεωπολιτικές συνέπειες
Τα πληθυσμιακή μεγέθη των Χωρών στα Βαλκάνια και γενικότερα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι ισοδύναμα. Η Τουρκία, για παράδειγμα, είναι μεγάλη δημογραφική δύναμη με 75,8 εκατ. πληθυσμό το 2005, ενώ η Βουλγαρία και η Αλβανία με 7,4 εκ. και 3,6 εκ. πληθυσμό αντίστοιχα κατά το ίδιο έτος έχουν αθροιστικά τον πληθυσμό της Ελλάδος. Τα Σκόπια αποτελούν ένα πληθυσμιακά μικρότερο Κράτος με 2,1 εκ. πληθυσμό, σύμφωνα με τον Πίνακα 4.
Σχετικά με τους υπόλοιπους δείκτες, η Τουρκία, ειδικότερα, έχει διπλάσιο Ακαθάριστο Δείκτη Γεννητικότητας (20,0 %0) έναντι της Ελλάδος και σχεδόν διπλάσιο Ολικό Δείκτη Γονιμότητας (2,3), δηλαδή συνεχίζει να διατηρεί δείκτη μεγαλύτερο από το όριο αναπαραγωγής του πληθυσμού (2,1). Οι λοιπές χώρες έχουν σχετικά καλύτερους ή παρεμφερείς δείκτες με την Ελλάδα, μετά από μια θεαματική πτώση αυτών στην πρόσφατη δεκαετία, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι σαφώς μεγαλύτερο στην Ελλάδα.
Η σύγκριση των πληθυσμιακών πυραμίδων δίνει εμφανώς τη δημογραφική εικόνα των δύο Χωρών, δηλαδή της Ελλάδος και της Τουρκίας.
Από την μέχρι τώρα ανάλυση έγινε κατανοητή η σημασία του μεγέθους και των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού στην πορεία για την επιβίωση και την ανάπτυξη ενός λαού. Ειδικότερα για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας γίνεται εύκολα αντιληπτή η σημασία του μεγέθους και της σύνθεσης του πληθυσμού στα μικρά ακριτικά νησιά του Αιγαίου, που σημειωτέον έχουν οριακούς ποσοτικά και ποιοτικά πληθυσμούς.
Γενικότερα, για την μελλοντική γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τη σημασία της σύγκρισης του πληθυσμού της Τουρκίας των 97 εκ., που προβλέπεται να έχει το 2050, με σχετικά νεανική και ώριμη σύνθεση (100 ηλικιωμένοι στα 100 παιδιά), έναντι ενός στάσιμου πληθυσμού των 10,8 εκ. κατοίκων με εξαιρετικά δυσμενή δείκτη γήρανσης (260 ηλικιωμένοι στα 100 παιδιά) αντίστοιχα της Ελλάδας (EUROSTAT, 2007).
Εύλογο επόμενο θέμα στην παρούσα ανάλυση είναι οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται οι παραπάνω αποκλίσεις μεταξύ των επιμέρους Χωρών. Θα γίνει αναφορά ειδικότερα για την Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα, επειδή οι πληθυσμιακές αποκλίσεις είναι σαφώς εμφανείς, ενώ οι λοιπές χώρες είναι μικρότερου μεγέθους και εμφανίζουν πρόσφατα ίδιους δείκτες.
Γενικά η Τουρκία βρίσκεται σε κοινωνικο-οικονομικό αναπτυξιακό επίπεδο προγενέστερο από αυτό της Ελλάδας, που στην πρακτική των διαφόρων χωρών ακολουθείται από καλύτερους δημογραφικούς δείκτες, ένα φαινόμενο γνωστό ως «δημογραφικό παράδοξο». Σύμφωνα με τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, που αναφέρθηκε παραπάνω, η Τουρκία φαίνεται ότι βρίσκεται στο τρίτο στάδιο αυτής με χαρακτηριστικά την υψηλή αλλά φθίνουσα γεννητικότητα, με μικρή και σταθεροποιημένη θνησιμότητα και υψηλή αλλά επιβραδυνόμενη φυσική αύξηση, χαρακτηριστικά που οφείλονται σε βελτίωση των συνθηκών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, υγιεινής και διαβίωσης και στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες για λιγότερα (σε σχέση με το παρελθόν ) παιδιά. Η Ελλάδα, αντίστοιχα, τοποθετείται μάλλον στο τέλος του τέταρτου σταδίου με μικρή γεννητικότητα και θνησιμότητα και ελαφρά αρνητική φυσική κίνηση, χαρακτηριστικά που οφείλονται σε παράγοντες που έχουμε εξηγήσει παραπάνω.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η θρησκεία στις μουσουλμανικές χώρες παραμένει πολύ σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης στάσεων και συμπεριφοράς, γεγονός που συμβάλλει στην αναστολή μιας ταχείας μεταβολής προς τα σύγχρονα δυτικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία περιορίζονται οι γάμοι και οι γεννήσεις, αυξάνονται τα διαζύγια και υιοθετούνται νέοι τύποι οικογένειας, όπως είναι η μονογονεϊκή και η συμβίωση.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η σημασία που φαίνεται να δίνει η Τουρκία, στη διατήρηση υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης (1,5 % ετησίως το 2005 έναντι 0,2 της Ελλάδος), παρότι το γεγονός αυτό δημιουργεί προβλήματα την βελτίωση του μέσου επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού.
7. Μέτρα πολιτικής για τη βελτίωση του δημογραφικού παράγοντα.
Τα δημογραφικά φαινόμενα δεν έχουν άμεσα εμφανείς συνέπειες, αλλά τα σχετικά προβλήματα εκδηλώνονται αρκετά μεταγενέστερα από την γενεσιουργό αιτία τους. Για παράδειγμα αναφέρεται το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς το εξωτερικό των δεκαετιών του ‘60 και ’70, που συνέβαλλε, όπως ήδη αναφέρθηκε, σημαντικά στα δύο βασικά σημερινά και μελλοντικά δημογραφικά τη γήρανση και την υπογεννητικότητα. Το πρώτο λάθος λοιπόν ήταν η μη πρόγνωση των δυσμενών συνεπειών μιας αλόγιστης μεταναστευτικής ροής και η μη αποτροπή της. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αναμενόμενο κάτω από τις νεοκλασικές θεωρήσεις της εποχής περί μεταναστευτικών ροών.
Στη συνέχεια, μετά την εκδήλωση ενός δημογραφικού φαινομένου όπως η υπογεννητικότητα, αν δεν ληφθούν έγκαιρα γενναία μέτρα, η εξέλιξή του είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναστραφεί. Αναφέρονται χαρακτηριστικά οι Βόρειες και Δυτικές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες μόνο μετά την εφαρμογή συστηματικής και ισχυρής πολιτικής έχουν κατορθώσει, σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα, να επαναφέρουν το δείκτη γονιμότητας στο 1,85-1,99 προσεγγίζοντας το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού (2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας). Η ενίσχυση των μονογονεϊκών οικογενειών και γενικότερα των παιδιών εκτός γάμου από πλευράς Κράτους και η από νωρίς κοινωνική τους αναγνώριση συνέτεινε στην γενίκευση του θεσμού, μέσω δε αυτού, στην ενίσχυση της γονιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γεννήσεις εκτός γάμου, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία, κυμαίνονται στο 44-47 % του συνόλου αυτών το 2006, ενώ στη Σουηδία το ποσοστό ανέρχεται στο 55,47 %. Στην Ισλανδία το ίδιο έτος το ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου προσεγγίζει το 66 % !!!!!!και στην Εσθονία το 58 %.
Η μακρόχρονη έλλειψη συγκροτημένης δημογραφικής πολιτικής και πολιτικής στήριξης της οικογένειας στην Ελλάδα έχει εμφανή αποτελέσματα και σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ποσοτική και ποιοτική κατάσταση του πληθυσμού, είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα όποια μέτρα λήφθηκαν ήταν ανεπαρκή και αποσπασματικά.
Εκτός λοιπόν από τη λήψη γενναίων μέτρων, αυτά θα πρέπει να συγκροτηθούν σε μια ενιαία και ολοκληρωμένη πολιτική προστασίας της μητρότητας, της οικογένειας και του παιδιού και να αναφέρονται σε μια σαφή στρατηγική με ποσοτικοποιημένους στόχους, οι οποίοι να είναι αποτέλεσμα έρευνας και επιστημονικής ανάλυσης.
Οι δημογραφικές προοπτικές της Χώρας φαίνεται ότι είναι δυσοίωνες. Επομένως η μη ανάληψη μιας δράσης τέτοιας μορφής είναι αποτέλεσμα τελικά της μη συνειδητοποίησης από την Ελληνική κοινωνία και πολιτική της σημασίας του δημογραφικού παράγοντα, παρά τις κατά καιρούς λεκτικές αναφορές σ’ αυτόν.
Σ’ αυτή τη βάση, τα μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν ολοκληρωμένη κάλυψη της κύησης, διευκολύνσεις και γενναία επιδότηση της μητρότητας και του παιδιού, ανάπτυξη δομών και υποδομών για τη φροντίδα του παιδιού και την υποστήριξη της εργαζόμενης μητέρας και ενίσχυση ιδιαίτερα του 2ου παιδιού, τη στιγμή που η γονιμότητα έχει κατέλθει σε χαμηλότερα μέσα επίπεδα από αυτό. Η πρόσφατη καθιέρωση του σύμφωνου συμβίωσης θέτει ένα θεσμικό πλαίσιο για τα εκτός γάμου πρότυπα οικογένειας και αναμένεται να δώσει νέες διαστάσεις σ’ αυτά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Eurostat, (2006), “Population Statistics”, Luxembourg.
Eurostat, (2007), “Demographic Outlοok”, Luxembourg.
Rontos K. (2007), “Prospects for a new family formation and for its impact on fertility: Some research evidence from Greece”, Statistical Review, vol. 3(1).
ΕΣΥΕ, «Αποτελέσματα Απογραφής 2001», http//:www.statistics.gr.
ΕΣΥΕ, «Φυσική Κίνηση του Πληθυσμού 2000-06» », http//:www.statistics.gr.
Κοτζαμάνης Β. (2000), «Οι δημογραφικές εξελίξεις κατά τη μεταπολεμική περίοδο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην Ελλάδα», ΕΚΚΕ, Αθήνα.
Πολύζος Ν. (1981), «Δημογραφική πρόκληση», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα.
Ρόντος Κ., (υπό δημοσίευση) «Η προσέγγιση των Δημογραφο-οικονομικών Υποδειγμάτων στην Περιφερειακή Ανάλυση: Μια εφαρμογή για την Πρόβλεψη του Περιφερειακού Πληθυσμού της Ελλάδος», Σπουδαί, Πανεπιστήμιο Πειραιά.
Σιάμπος Γ. (1993), «Δημογραφία», εκδόσεις «Οικονομικό», Αθήνα.
Τσίμπος Κ. και Παπαδάκης Μ., 2004, «Δημογραφική Ανάλυση-Αρχές, Μέθοδοι Υποδείγματα», εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα.
.