Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα πρώτα βήματα μιας έρευνας, τα οποία, κατά κοινή ομολογία, είναι τα πιο δύσκολα και καθοριστικά, σχετίζονται άμεσα με την κατάστρωση του σχεδίου και την αποσαφήνιση της στρατηγικής που πρόκειται να ακολουθηθεί κατά την ερευνητική διαδικασία. Και στα πρώτα αυτά βήματα αναφέρεται η παρούσα εργασία, η οποία στόχο έχει, μέσω του σχεδιασμού μιας εμπειρικής ερευνητικής μελέτης για το βαθμό εξοικείωσης και προσαρμοστικότητας των φιλολόγων στη χρήση και αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο σχολείο, να αποτελέσει ένα δοκίμιο πάνω στις τρεις θεμελιώδεις αρχές της ερευνητικής διαδικασίας, στη σχετικότητα, αξιοπιστία και εγκυρότητα. Κατά συνέπεια οι τρεις αυτές αρχές θα αποτελέσουν και τους δομικούς πυλώνες της εργασίας μου. Ειδικότερα, η διάρθρωσή της θα στηρίζεται στους τρεις αυτούς «κάθετους άξονες» με την απαιτούμενη για τον καθένα «οριζόντια διακτίνωση» σε όλους εκείνους τους παράγοντες που είναι αναγκαίοι για τη σταθερότητα τόσο του κάθε άξονα χωριστά όσο και του όλου ερευνητικού οικοδομήματος. Τους δύο τελευταίους άξονες (αξιοπιστία και εγκυρότητα) θα τους δομήσω πάνω στην ίδια βάση, επειδή συνδέονται-χωρίς, βέβαια, να ταυτίζονται-και από κοινού αποτυπώνουν την έννοια και τη διάσταση της εμπειρικής πραγματικότητας.


2. ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ

2.1 Σχετικότητα και παράγοντες που την εξασφαλίζουν

2.1.1 Σημασιολογική προσέγγιση (ορισμός) της σχετικότητας

Η έννοια της σχετικότητας στο χώρο της Εκπ/κής Έρευνας αντικατοπτρίζει το κατά πόσο η επιλογή του προς διερεύνηση θέματος συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με ένα πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με την εκπ/κή πραγματικότητα, είναι πράγματι υπαρκτό, απασχολεί την εκπ/κή κοινότητα και ως εκ τούτου χρήζει διερεύνησης (Bird κ. συν., 1999, σ.60).

2.1.2 Κριτήρια-πτυχές που καθορίζουν τη σχετικότητα

Για να υπάρχει σχετικότητα σε μια έρευνα πρέπει να πληρούνται επαρκώς δύο αναγκαίες συνθήκες: α) η σπουδαιότητα, η σημασία, δηλαδή, του ζητήματος που εξετάζεται. Όχι, βέβαια, γενικά και αόριστα η σημασία του ζητήματος, έστω και αν αυτή άπτεται του ευρύτερου επιστημονικού ενδιαφέροντος, αλλά ειδικά και συγκεκριμένα για το χώρο και το κοινό που προορίζεται και εν προκειμένης για την εκπ/κή κοινότητα και β) η συμβολή των αποτελεσμάτων της στην ήδη κεκτημένη γνώση, έτσι ώστε να κομίζει νέα στοιχεία, εμπλουτίζοντας τη μέχρι εκείνη τη στιγμή γνώση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα(Βird κ. συν., 1999, σ.61).

1.1.3 Παράγοντες που εξασφαλίζουν τη σχετικότητα στην παρούσα έρευνα

Η σχετικότητα σε μια έρευνα συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα και το στόχο αυτής. Προκειμένου να εξασφαλίσω τη σχετικότητα της έρευνας που σχεδιάζω θα προβώ στις εξής κινήσεις:
1. Θα προσδιορίσω επακριβώς το ερευνητικό πρόβλημα και θα διασαφηνίσω τους όρους του, έτσι ώστε να πετύχω από τη μια τη σαφή διατύπωση του και από την άλλη την άμεση σχέση του με την εκπ/κή πραγματικότητα.
Πιο συγκεκριμένα θα επιχειρήσω να δώσω σαφή και ακριβή απάντηση στο τι και γιατί της ερευνητικής μου επιλογής. Το προς διερεύνηση, λοιπόν, πρόβλημα είναι: ο βαθμός εξοικείωσης και προσαρμοστικότητας των φιλολόγων στη χρήση και αξιοποίηση των Η/Υ ως εποπτικά μέσα για τη διδασκαλία των μαθημάτων τους. Με τον τρόπο αυτόν ένα γενικότερο πρόβλημα που απασχολεί την εκπ/κή κοινότητα και είναι η εισαγωγή και χρήση των Η/Υ στο σχολείο εξειδικεύεται στους εκπ/κούν και εστιάζεται ειδικότερα στους φιλολόγους. Και αυτό είναι αναγκαίο διότι, αφενός περιορίζεται και προσδιορίζεται επακριβώς η έκταση-διάσταση του προβλήματος, προκειμένου να είναι εφικτή και αποτελεσματική η διερεύνησή του, και αφετέρου θεμελιώδης κανόνας της επιστημονικής έρευνας είναι ότι η γνώση κατακτάται προοδευτικά και δομείται τμηματικά και αδιαλείπτως. Το αποτέλεσμα είναι να τίθεται ο απαιτούμενος και αυτονόητος περιορισμός ότι το προϊόν που αναμένεται να προκύψει αφορά σε ένα σημαντικό ζήτημα που απασχολεί τον εκπ/κό χώρο και δεσμεύεται ότι θα προβεί στην αποκάλυψη στοιχείων τα οποία είναι, επί του παρόντος, μάλλον άγνωστα (Bird κ. συν., 1999, σ.107).
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμη μια συνοπτική ανασκόπηση τόσο της ελληνικής όσο και της διεθνούς εμπειρίας γύρω από τη χρήση και αξιοποίηση των Η/Υ, από την οποία δύναται να προκύψει η σπουδαιότητα-αναγκαιότητα μελέτης του συγκεκριμένου θέματος, κυρίως για την ελληνική πραγματικότητα.
Στη συνέχεια θα διασαφηνίσω τους όρους του προβλήματος. Με τον όρο εξοικείωση εννοείται η προσέγγιση και συμφιλίωση των φιλολόγων με τους Η/Υ και ενέχει το στοιχείο της ψυχοπνευματικής ανοχής και αποδοχής ενός αντικειμένου (Η/Υ) με το οποίο δεν υπήρχε προγενέστερη επαφή. Ενώ η προσαρμοστικότητα ενσαρκώνει την αφομοίωση και πρακτική εφαρμογή των γνώσεων σε επίπεδο δεξιοτήτων στη διδακτική πράξη, αλλά και τη βούληση εφαρμογής αυτών. Με τους «λειτουργικούς» αυτούς ορισμούς οι αφηρημένες έννοιες αποκτούν συγκεκριμένο περιεχόμενο και γίνονται όροι και στάσεις συμπεριφοράς που μπορούν να παρατηρηθούν και να μετρηθούν, έτσι ώστε να προκύψει η γνώση.

2. Θα θέσω με σαφήνεια και ακρίβεια το σκοπό, το θεωρητικό πλαίσιο και τις υποθέσεις της έρευνας, έτσι ώστε να τεκμαίρεται η σπουδαιότητά της και να προοικονομείται η συμβολή της στην κεκτημένη γνώση. Ειδικότερα:
Σκοπός: να εντοπίσει, μετρήσει και αναλύσει όλους εκείνους τους παράγοντες (επίπεδο κατάρτισης, αντιλήψεις, στερεότυπα κ.λπ.) που επηρεάζουν (αυξάνουν ή μειώνουν) το βαθμό εξοικείωσης και προσαρμοστικότητας των φιλολόγων στη χρήση και αξιοποίηση των Η/Υ στη διδακτική πράξη.

Θεωρητικό πλαίσιο: η αξιοποίηση των Η/Υ στα σχολεία εξαρτάται από:
• τη θετική στάση των εκπ/κών απέναντι στο θέμα
• την προσφορά κατάλληλης και επαρκούς εκπ/σης και επιμόρφωσης των εκπ/κών
• την υποστήριξη των εκπ/κών για την αξιοποίηση των Νέων Τεχνολογιών στην κατεύθυνση βελτίωσης της διδασκαλίας του γνωστικού τους αντικειμένου.
Έχοντας τα παραπάνω ως υπόβαθρο επέλεξα να εστιάσω την έρευνά μου στους φιλολόγους διότι:
• είναι η πολυπληθέστερη ομάδα στην εκπ/κή κοινότητα και με τις περισσότερες ώρες στο Αναλυτικό Πρόγραμμα
• με έρευνες που έχουν γίνει είναι οι λιγότερο εξοικειωμένοι με τις Νέες Τεχνολογίες
• αντιπροσωπεύουν ένα πεδίο (θεωρητικό) που στην αντίληψη πολλών είναι «φύσει και θέσει» αντίθετο με το πεδίο των Νέων Τεχνολογιών (πρακτικό).
Ερευνητική υπόθεση (αιτιώδης και αλληλοεπιδραστική): ο βαθμός εξοικείωσης και προσαρμογής (εξαρτημένη μεταβλητή) πιθανόν επηρεάζεται από τις εξής ανεξάρτητες μεταβλητές:
 την αυτο- και επι-μόρφωση των φιλολόγων πάνω στους Η/Υ.
 το βαθμό «στράτευσης» τους στο χώρο των θεωρητικών επιστημών και την αποδοχή του ιδιότυπου «διπολισμού» μεταξύ θεωρητικών και πρακτικών επιστημών
 τα στερεότυπα-προκαταλήψεις απέναντι στη χρήση των Η/Υ.

Τα παραπάνω νομίζω ότι καθιστούν φανερή τη σχετικότητα του ερευνητικού εγχειρήματος, αφού αυτό:
 Συνδέεται άμεσα με την εκπ/κή πραγματικότητα
 Ανταποκρίνεται σε πάγια αιτήματα των καιρών, όπως είναι: η είσοδος του σχολείου στην «Κοινωνία της πληροφορίας», η προσαρμογή όλων των φορέων της εκπ/σης στα νέα δεδομένα, η δημιουργική αξιοποίηση των δυνατοτήτων των Η/Υ, η διαμόρφωση μιας κοινής και κυρίως κριτικής στάσης απέναντι στις Νέες Τεχνολογίες που δε θα αναλώνεται σε υπερθεματισμούς ή αφορισμούς, η συμπόρευση της ελληνικής εκπ/σης με το παγκόσμιο εκπ/κό γίγνεσθαι κ.λπ.
 Δύναται μέσω των αποτελεσμάτων του να σηματοδοτήσει θετικές εξελίξεις, όπως την εντατικοποίηση, καθολικοποίηση και αναδιάρθρωση των σχετικών προγραμμάτων επιμόρφωσης, τον περιορισμό των προκαταλήψεων, την εισαγωγή των Νέων Τεχνολογιών στις Φιλοσοφικές Σχολές κ.λπ.








2.2 Αξιοπιστία – εγκυρότητα και παράγοντες που τις εξασφαλίζουν

2.2.1 Σημασιολογική προσέγγιση των όρων

Με τον όρο αξιοπιστία μιας έρευνας εννοούμε ότι μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι στην περίπτωση που εμείς ή κάποιος άλλος, αποφασίσουμε να την επαναλάβουμε σε κάποια άλλη χρονική στιγμή, θα καταλήξουμε στα ίδια περίπου αποτελέσματα (Faulkner κ. συν., 1999, σ.33). Εκτός από την επαναληψιμότητα (σταθερότητα και συνέπεια) ο βαθμός αξιοπιστίας μιας έρευνας εξαρτάται και από το βαθμό συμφωνίας των ισχυρισμών της με αντίστοιχους ισχυρισμούς άλλων ερευνών.
Ενώ με τον όρο εγκυρότητα εννοούμε την αλήθεια, πάντα, βέβαια, μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής συμβατικής της διάστασης, το βαθμό, δηλαδή, στον οποίο μια άποψη ή θέση παρουσιάζει με ακρίβεια τα φαινόμενα στα οποία αναφέρεται, αποτυπώνοντας πιστά τις Συνθήκες Αληθείας τους (Bird κ. συν., 1999, σ.56) Σε επίπεδο σχεδιασμού της έρευνας απηχεί το βαθμό της πραγματικής μέτρησης αυτών που θέλει ο ερευνητής να μετρήσει. Διακρίνεται, τέλος, σε εσωτερική (κατά πόσο το συμπέρασμα αποδίδεται σε παράγοντες που ο ερευνητής υιοθετεί) και σε εξωτερική (κατά πόσο είναι εφικτή η δυνατότητα γενίκευσης)

2.2.2 Παράγοντες που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία και εγκυρότητα

Η αξιοπιστία και εγκυρότητα μιας έρευνας εξαρτάται και ως εκ τούτου θα προσπαθήσω να την εξασφαλίσω μέσω:
1. Του δείγματος και της δειγματοληψίας
Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι η επιλογή του δείγματος και η διαδικασία αυτής καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα γενίκευσης των συμπερασμάτων και ως εκ τούτου το βαθμό αξιοπιστίας και εγκυρότητας της έρευνας. Για να προσεγγίσω, λοιπόν, αυτή τη δυνατότητα θα επιδιώξω το δείγμα μου να είναι:
 Αντιπροσωπευτικό, δηλαδή τα υποκείμενα του δείγματος να αποδίδουν μια πιστή εικόνα του πληθυσμού. Το δείγμα μου, λοιπόν, θα είναι διορισμένοι φιλόλογοι που έχουν παρακολουθήσει την ενδοσχολική επιμόρφωση της ενέργειας «Οδύσσεια» του ΕΠΕΑΕΚ υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών (Ι.Τ.Υ) κατά τις σχολικές χρονιές 1998-9 και 2000-1 και φιλόλογοι που δεν έχουν παρακολουθήσει καμιά επιμόρφωση σχετική με τους Η/Υ. Οι λόγοι που με οδήγησαν στην επιλογή αυτή συνδέονται άμεσα με το σκοπό της έρευνας, δηλαδή με την πρόθεσή μου να μετρήσω την επίδραση που έχουν πάνω στους φιλολόγους τόσο το επίπεδο γνώσης στη χρήση Η/Υ όσο και οι αντιλήψεις και πιθανές προκαταλήψεις. Όσον αφορά στη συγκεκριμένη ενέργεια την επέλεξα διότι προέβη σε οριζόντιες και κάθετες επιμορφώσεις. Παράμετροι όπως το φύλο και η ηλικιακή κατανομή θα αξιολογηθούν, εφόσον προκύψουν στην πορεία. Πρόθεσή μου είναι κυρίως όσον αφορά στην ηλικία να προσθέσω, αν το επιτρέπει το ανταποκρινόμενο δείγμα, μια ακόμη ανεξάρτητη μεταβλητή, μέσα στα πλαίσια της υπόθεσης ότι ηλικίες γύρω στα 35 με 45 ετών βρίσκονται πιο κοντά στις Νέες Τεχνολογίες, λόγω των ευρύτερων κοινωνικοπολιτισμικών συνθηκών (από τη δεκαετία του ΄80 και ύστερα οι Η/Υ εισήλθαν στη ζωή μας) σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες.
 Τυχαίο, δηλαδή η δειγματοληψία να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα άτομα του πληθυσμού να έχουν την ίδια δυνατότητα να επιλεγούν ως υποκείμενα του δείγματος. Η διαδικασία που θα ακολουθήσω θα είναι: 1. θα επιλέξω έξι (6) δημόσια σχολεία της Αττικής, με κριτήριο να συμμετείχαν στην ενέργεια «Οδύσσεια» και να έχουν οργανωμένο εργαστήριο Πληροφορικής, 2. αξιοποιώντας τις καταστάσεις του Ι.Τ.Υ. και της Δ/σης της Κοινωνίας της Πληροφορίας του ΥΠΕΠΘ θα εντοπίσω ποιοι φιλόλογοι συμμετείχαν στην «Οδύσσεια» και ποιοι δεν έχουν λάβει καμιά επιμόρφωση, 3. ακολουθώντας το πρωτόκολλο (άδεια από αρμόδιες αρχές π.χ. Περιφερειακή Δ/νση, Β/μιες Δ/νσεις, Διευθυντές Σχολείων) θα έχω μια πρώτη άμεση επαφή μαζί τους, στην οποία θα τους εξηγήσω αδρομερώς το στόχο της έρευνας και θα τους απευθύνω την πρόσκληση (η επαφή αυτή θα είναι και ένα μέρος της προπαρασκευαστικής μου έρευνας), 4. μετά από μία εβδομάδα θα επιδιώξω δεύτερη επαφή και θα τους ζητήσω όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν να δώσουν το όνομά τους στο Δ/ντή και 5. από τις λίστες αυτές θα επιλέξω από κάθε σχολείο δύο (2) φιλολόγους που κατά σειρά προτεραιότητας έχουν δηλώσει συμμετοχή, ο ένας με επιμόρφωση, π.χ. ο 1ος και ο άλλος χωρίς, π.χ. ο 5ος. Τέλος θα ακολουθήσει ευχαριστήρια προς όλους επιστολή και ενημερωτική προς τους επιλεγέντες.
 Ως προς τον αριθμό δε θα είναι μεγάλο, λόγω του είδους της έρευνας (ποιοτική) και του χρονοδιαγράμματος (4 μήνες). Θα είναι δύο ομάδες έξι (6) ατόμων, ένα από κάθε σχολείο και χωρισμένες στη μέση (3 με επιμόρφωση και 3 χωρίς). Στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να κλονιστεί η αξιοπιστία-εγκυρότητα, λόγω του μικρού μεγέθους. Για αυτό και επέλεξα τη συγκρότηση δύο (2) ομάδων και τη διενέργεια της έρευνας σε δύο (2) φάσεις με απόσταση 20 ημερών, ώστε να ελέγξω υπό τις ίδιες συνθήκες το βαθμό επαναληψιμότητας των αποτελεσμάτων της.
Με τη διαδικασία αυτή επιλογής του δείγματος στοχεύω στη διασφάλιση της εξωτερικής εγκυρότητας, δηλαδή της δυνατότητας γενίκευσης, έτσι όπως οι νέες τάσεις στο χώρο των ποιοτικών ερευνών την προσεγγίζουν, ως δυνατότητα «προσαρμογής» (ανάλυση του βαθμού στο οποίο μια μελετώμενη κατάσταση ταιριάζει με άλλες καταστάσεις ώστε να παρέχει τη δυνατότητα σε άλλους να εφαρμόσουν τις αρχές και τα συμπεράσματά της). Ειδικότερα προσδιορίζω επακριβώς το «τι είναι», εστιάζοντας σε δύο περιπτώσεις (με και χωρίς επιμόρφωση) που είναι «χαρακτηριστικές» της ζώσας πραγματικότητας και σκιαγραφώ το «τι μπορεί να είναι» (η ενδεχόμενη διαφοροποίηση μεταξύ επιμορφούμενων και μη μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη διερεύνηση-κατανόηση των μελλοντικών διαφοροποιήσεων, σε επίπεδο, βέβαια, κλιμακούμενης προσαρμογής στις Νέες Τεχνολογίες, π.χ. όπως τώρα ένας μη επιμορφούμενος θα έχει μειωμένη προσαρμοστικότητα, έτσι σε 5 χρόνια θα είναι κάποιος που θα έχει λάβει μόνο οριζόντιες επιμορφώσεις), αλλά και το «τι θα μπορούσε να είναι» (ενδέχεται να προκύψουν πληροφορίες για καταστάσεις που αναμένονται να είναι ιδανικές στο μέλλον) (Hammersley, 1999, σ.141-151).

2.Της μεθόδου, δηλαδή της λογικής διαδικασίας-στρατηγικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Θα επιχειρήσω μια ποιοτική προσέγγιση του προβλήματος, διότι τη θεωρώ πιο πρόσφορη και πιο αξιόπιστη-έγκυρη για την εις βάθος διερεύνηση των στάσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων.

3.Της τεχνικής, δηλαδή της τακτικής εφαρμογής της μεθόδου. Θα ακολουθήσω την τεχνική της συνέντευξης, διότι προσδοκώ μέσω αυτής να «αποκαλυφθούν» και να μετρηθούν απόψεις, αντιλήψεις (στερεοτυπικές και μη) και στάσεις των εκπ/κών. Θα είναι μια ερευνητική και διαγνωστική ημιδομημένη ομαδική συνέντευξη, διότι η μεν ελεύθερη θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη δυσκολία στην κωδικοποίηση των απαντήσεων, ενώ η δε κατευθυνόμενη θα υπέβαλε το πλαίσιο αναφοράς και δε θα βοηθούσε στην αποκάλυψη πεποιθήσεων που ενδεχομένως είναι βαθιά ριζωμένες. Παράλληλα θα χρησιμοποιήσω και ερωτηματολόγιο με κλειστές και κυρίως ανοιχτές ερωτήσεις. Γνωρίζοντας τις αδυναμίες-προβλήματα της τεχνικής της συνέντευξης θα προσπαθήσω:
 Να μειώσω-εξαλείψω την τυχόν άρνηση-προκατάληψη των συνεντευξιαζόμενων ξεκαθαρίζοντας πως η συνέντευξη είναι ανώνυμη και τηρώντας μια διακριτική και «ουδέτερη στάση». Για παράδειγμα θα είμαι αποστασιοποιημένος, δε θα προβαίνω σε κρίσεις και αξιολογήσεις, δε θα αναφέρω την ιδιότητά μου ως φιλόλογος για να μη μετατοπιστεί το βάρος της συζήτησης σε μένα, θα είμαι ευμενής ακροατής και θα δείχνω ενδιαφέρον κ.λπ.
 Να αποφύγω τα σφάλματα που προκύπτουν από την ασάφεια των ερωτήσεων με τη σαφή και ακριβή διατύπωση ερωτήσεων, οι οποίες θα είναι προωθητικές, χωρίς να υποβάλλουν την επιθυμητή απάντηση, και θα κινούνται στα πλαίσια των ερευνητικών υποθέσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα των ισχυρισμών μου. Για το σκοπό αυτό θα μελετήσω πρώτα την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία και γραμματεία.
 Να διεξάγω τη συνέντευξη σε δύο επίπεδα (2 ομάδες 6 φιλολόγων) και σε δύο φάσεις (χρονική απόσταση 20 ημερών), σε σχολική αίθουσα (κατόπιν σχετικής άδειας), απόγευμα και με διάρκεια περίπου δύο ώρες. Το πλαίσιο αναφοράς της συζήτησης θα είναι το ίδιο και για τις δύο ομάδες. Στην πρώτη συνάντηση η συζήτηση θα ακολουθήσει μια παραγωγική πορεία (γενικά περί της σημασίας-χρήσης των Η/Υ και σταδιακή εξειδίκευση στο σχολείο και στη διδασκαλία), ενώ στη δεύτερη επαγωγική (ειδικά για τη διδασκαλία, π.χ. εφαρμογή των Η/Υ για τη διδασκαλία μαθημάτων όπως η Ιστορία, και σταδιακή γενίκευση).
Με τις επιλογές αυτές προσδοκώ: α) να μελετήσω περιπτώσεις που παρέχουν τη δυνατότητα μιας συγκριτικής ανάλυσης, χρήσιμης τόσο για την αύξηση της δυνατότητας γενίκευσης (εξωτερική εγκυρότητα) όσο και για τον έλεγχο του βαθμού της μεταξύ τους συμφωνίας και επαναληψιμότητας, αλλά και του βαθμού επαλήθευσης των ερευνητικών υποθέσεων και άρα της εγκυρότητας των ισχυρισμών μου και β) να δομήσω ένα «μικτό-κυκλικό συλλογιστικό μοντέλο», το οποίο θα καταστήσει από τη μια πιο «ανώδυνη» και αποτελεσματική τη μετάβαση σε απόψεις που βρίσκονται σε διάφορα «επίπεδα» στην σκέψη και την ψυχοσύνθεση των φιλολόγων, και από την άλλη πιο εύκολη την μέτρηση και τον έλεγχο των προς διερεύνηση δεδομένων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εσωτερική εγκυρότητα.
Στο τέλος της πρώτης συνάντησης θα τους δώσω το ερωτηματολόγιο, η σύνταξη του οποίου θα στηρίζεται στην ίδια με τις συνεντεύξεις φιλοσοφία, και θα παρακαλέσω να μου το φέρουν συμπληρωμένο στην επόμενη συνάντηση. Θα το χρησιμοποιήσω και αυτό ως όργανο μέτρησης, σύγκρισης και κωδικοποίησης των δεδομένων.

4. Της παράθεσης των ισχυρισμών και αποτελεσμάτων ανάλογων ερευνών ( Κ.Ε.Ε./ Π.Ι. κ.λπ.), προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος του βαθμού συμφωνίας και επαναληψιμότητας. Για τον ίδιο σκοπό θα διατυπώσω με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και τους δικούς μου ισχυρισμούς και αποτελέσματα.







3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Συνοψίζοντας θα ήθελα να επισημάνω εκ νέου τη σημασία των πρώτων αυτών βημάτων για το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε έρευνας, γεγονός που επαυξάνει την ευθύνη του καθένα από εμάς που προσδοκά να ανταποκριθεί με αξιώσεις στις απαιτήσεις της όποιας ερευνητικής του προσπάθειας. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι η εις βάθος μελέτη, η αφομοίωση και κυρίως η έμπρακτη εφαρμογή των τριών αυτών «θεμελιωδών μεγεθών» (εγκυρότητα, αξιοπιστία και σχετικότητα) αποτελούν το «κλειδί» της επιτυχίας κάθε ερευνητικού εγχειρήματος. Και το κλειδί αυτό προσπάθησα να χειριστώ στα βασικά κομβικά σημεία του σχεδιασμού της εργασίας μου, δηλαδή στη διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος και σκοπού, καθώς και στην οργάνωση της μεθοδολογικής στρατηγικής που θα ακολουθήσω.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου