Δημητράκος, Δημήτρης
http://www.tovima.gr / ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 14/09/2003
Δύο μεγάλα πνεύματα του περασμένου αιώνα, ο οικονομολόγος F. Α. Hayek (1899-1991) και ο John Rawls (1921-2002) υιοθέτησαν δύο διαφορετικές απόψεις για την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για τον πρώτο η έννοια είναι ανυπόστατη [F. Α. Hayek, (1976) The Mirage of Social Justice, London: Routledge and Kegan Paul. John Rawls (1971) Α Theory of Justice, Harvard: Harvard University Press. Ελληνική μετάφραση Κωνστ. Παπαγεωργίου (επιμ.) (2001) Τζων Ρωλς Θεωρία της δικαιοσύνης. Αθήνα: Πόλις]. Ο δεύτερος την υιοθετεί, μέσα όμως σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο και σε συνδυασμό με την αρχή της ελευθερίας.
Λίγοι είναι όμως εκείνοι που χρησιμοποιούν την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του Rawls. Τις περισσότερες φορές ο όρος χρησιμοποιείται ως ηχηρότερο συνώνυμο της ισότητας ή ωσάν να αναφερόταν ο όρος «κοινωνική» σε κάποιο ιδιαίτερο «είδος» δικαιοσύνης.
Και οι δύο χρήσεις του όρου είναι πλανερές. H δικαιοσύνη ξεκινάει από τη βασική αρχή της ισότητας, η οποία όμως αφορά την εφαρμογή κανόνων στις ανθρώπινες δραστηριότητες, όχι τα αποτελέσματα αυτών των δραστηριοτήτων. Από την άλλη μεριά, όταν μιλάμε για δικαιοσύνη με επιθετικό προσδιορισμό, εννοούμε κάτι άλλο από την καθεαυτό δικαιοσύνη. Αναφερόμαστε συνήθως σε μια κατάσταση ή ένα γεγονός που επιβεβαιώνει την παρουσία της δικαιοσύνης στα ανθρώπινα πράγματα σύμφωνα με ένα κοινό αλλά ασαφές αίσθημα δικαίου που έχουμε. Ετσι έχουμε τη θεία δικαιοσύνη ή την ιστορική δικαιοσύνη, η οποία έχει αντικαταστήσει την πρώτη στην κοσμική μας εποχή.
Οσον αφορά την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, το νόημά της σχετίζεται περισσότερο με κάποια ιδέα κοινωνικής αρμονίας ή μιας κοινωνίας στην οποία εξασφαλίζονται όροι αμοιβαιότητας και ισότητας.
Σε όσα θεωρητικά κείμενα γίνεται αναφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη συνδέεται η έννοια με ένα ιδανικό ισότητας που λειτουργεί ως «κοινωνική προστακτική», ένα δέον σε μια δίκαιη κοινωνία.
Την ίδια αντίληψη για την κοινωνική δικαιοσύνη φαίνεται να έχουν και στη χώρα μας οι συνήθεις χρήστες του όρου - πολιτικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι διαμορφωτές κοινής γνώμης. Με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα η επίκληση στην κοινωνική δικαιοσύνη έχει μια πολιτική αμεσότητα που δεν έχουν τα θεωρητικά κείμενα των προαναφερθέντων φιλοσόφων. Στον τόπο μας η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης ταυτίζεται πρακτικά με την ανάγκη που προβάλλεται κατά καιρούς για κυβερνητική παρέμβαση υπέρ κάποιας κοινωνικής ομάδας που θεωρείται «ειδικά» αδικημένη. Συνηθέστατα, και ασφαλώς όχι συμπτωματικά, οι «ριγμένες» ομάδες είναι αριθμητικά και οργανωτικά ισχυρότατες.
H εκάστοτε πολιτική ηγεσία καλείται στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης να πάρει «τονωτικά» μέτρα υπέρ κάποιου επαγγελματικού κλάδου ή να επιβάλλει κάποιο «φόρο υπέρ τρίτων» (που στην Ελλάδα είναι αμέτρητοι) με σκοπό κάποια εισοδηματική εξισορρόπηση προς την κατεύθυνση της ισότητας. Με δυο λόγια, το πρακτικό νόημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα είναι ο οικονομικός εξισωτισμός, θεωρώντας «δικαιοσύνη» όχι την ισότητα της εφαρμογής κανόνων αλλά την ισότητα των αποτελεσμάτων μετά την εφαρμογή τους και ανεξάρτητα από αυτούς.
Αν η ισότητα αποτελεί μια βασική κοινωνική επιλογή, θα πρέπει να αναμετρήσει κανείς το κόστος της. Ο John Rawls είναι υπέρμαχος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς όμως να παραβλέπει τη σημασία της ελευθερίας. Κατά τον πολιτικό αυτό φιλόσοφο, στην ιδανικά δίκαιη κοινωνία ισχύει η «αρχή της διαφοράς», όπως την ονομάζει, δηλαδή η ανάγκη ανοχής της αύξησης στην εισοδηματική ανισότητα αν το γενικότερο επίπεδο των εισοδημάτων ανέβει και αν δεν πρόκειται να γίνει ούτε κατά μία μονάδα φτωχότερο ακόμη και το πιο φτωχό μέλος του κοινωνικού συνόλου. Και είναι γνωστό όταν αυξάνεται το εθνικό εισόδημα αυξάνονται κατά κανόνα και οι ανισότητες, εφόσον, υπό συνθήκες ελευθερίας, οι καταναλωτές γινόμενοι οριακά πλουσιότεροι θα καταστήσουν ακόμη πλουσιότερους οσουσδήποτε τους παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες της επιλογής τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να αναλογιστεί κανείς τι είναι προτιμότερο: η διατήρηση μεγαλύτερου βαθμού ισότητας με λιγότερη ευημερία ή το αντίστροφο; Το κόστος της επιλογής της «κοινωνικής δικαιοσύνης» με την έννοια της ανάγκης εξισωτισμού μας δίνεται μέσα από τους όρους αυτού του διλήμματος. Μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάγκη εξασφάλισης της «κοινωνικής δικαιοσύνης» υπό τη μορφή της οικονομικής ισότητας είναι απόλυτη, οπότε δεν τίθεται θέμα κόστους. Επιβάλλεται άνευ όρων από τους αυτόκλητους κηδεμόνες ενός κοινωνικού συνόλου, τα μέλη του οποίου δεν θεωρούνται επαρκώς ώριμα για αυτοδιάθεση. Υπό συνθήκες ελευθερίας όμως, το κοινωνικό σύνολο αποφαίνεται, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Και είναι εύλογο να προτιμήσουν οι περισσότεροι - και κυρίως οι μη προνομιούχοι - να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, έστω και αν οι πλούσιοι γίνουν ακόμη πλουσιότεροι.
Δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί η δυνατότητα άλλης επιλογής, δηλαδή της εξασφάλισης μεγαλύτερης ισότητας εις βάρος της οικονομικής βελτίωσης. Αρκεί να υπάρχει ελευθερία επιλογής και αρκεί να τίθενται οι επιλογές της κοινωνίας με σαφείς όρους, χωρίς τον ρητορικό και πομφολυγώδη λόγο που περισσεύει στον τόπο μας.
Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου